Τατιάνα Αβέρωφ

Αποσπάσματα από τα κεφάλαια 1, 2, 7 και 8

dec 02nd, 02.00 a.m

Θράσος, Θρασύβουλος, εγώ. Χωρίς ταυτότητα. Την έχασα πριν λίγους μήνες. Μόλις την είχα βγάλει απ’ την αστυνομία. Κρίμα, και μ’ άρεσε όσο την είχα. Θράσος, Θρασύβουλος, ίσον μεγάλος. Αλλά σκόρπιος. Ανοργάνωτος. Ακατάστατος. Το δωμάτιό μου ένα χάος. Δε μου το καθαρίζει η μαμά αν δε βάλω τάξη στα πράγματά μου. Μου χάρισε και μια νάιλον θήκη. Εκεί τις φυλάνε τις ταυτότητες, λέει, για να σου κρατάνε μια ζωή. Μια ζωή ίσον το Μέλλον. Όλη η ζωή μπροστά μου. Έχω όμως και μια μυωπία. Θράσος, Θρασύβουλος, ίσον μύωψ. Ούτε τη μύτη μου δε βλέπω χωρίς γυαλιά. Σκέτη θολούρα, γι’ αυτό χάνω τα πράγματά μου. Θα χάσω και το κεφάλι μου μια μέρα, λέει η μαμά. Έχει δίκιο, φοβάμαι. Ο παππούς ο Θρασύβουλος κάθεται χωρίς κεφάλι όπου τον βάλεις όλη μέρα και κλάνει. Μ’ αρέσει που είμαι μύωψ. Όταν δε βλέπεις τη μύτη σου, βλέπεις αλλιώς. Μάτια φυτρώνουν παντού μου. Τριχοειδείς αισθητήρες σκεπάζουν σαν γούνα το κορμί μου. Πολύ πλάκα. Βλέπω μια μύγα, αλλά δεν τη βλέπω. Την ακούω, κι ας μη βγάζει ήχο. Ένα βζουμ αθόρυβο αγγίζει σαν ρεύμα τα μαλλιά μου, τη μύτη μου, να χωθεί στα ρουθούνια μου θέλει. Φχρ, σιχαμένη, τη διώχνω. Με ανατριχιάζει. Τη λυπάμαι κιόλας. Καμιά σχέση μ΄ αυτές τις σπινταρισμένες που κοπανιούνται από τοίχο σε τοίχο, κι από τζάμι σε ταβάνι, σαν να τους ανήκει το σύμπαν, σαν να τους φταίει η μικρή σου ύπαρξη και τα υπάρχοντά σου, που στέκονται εμπόδιο στη μεγαλοσύνη της φούριας τους. Έτσι κι η Μαυρίδου με τις εκθέσεις της. Εκτός θέματος πάλι, Θρασύβουλε, παιδί μου. Μα γιατί κυρία, αφού... Πού να καταλάβει ο οδοστρωτήρας; Αυτές δεν τις λυπάμαι, τις μισώ. Μπουκάρουν στο χώρο σου, σου επιβάλλουν τα μπαπ-μπουπ του ζουμερού κορμιού τους. Ζωντανεύουν εικόνες και ήχους φρικιαστικούς, κρατς-σπλατς πετάγονται τα καφετιά ζουμιά τους ενώ συνθλίβονται απ΄το μένος της πτήσης τους. Ή κι από μένα ίσως. Που θέλω αλλά διστάζω να τις λιώσω. Όχι ότι κωλώνω. Φταίει η παράφορη συγγραφική μου φαντασία που με υποχρεώνει να δω καρέ καρέ όλη την αηδιαστική στιγμή του φόνου – το τέλος μιας μύγας-εισβολέως. Όχι. Τούτη δεν είναι θύτης, αλλά θύμα. Γυροφέρνει ζαβλακωμένη, χαμένη η καημένη. Από πού ξεφύτρωσε χειμωνιάτικα; Μικρή, καχεκτική, στα όρια της ανυπαρξίας – γιατί δεν πέθανες ακόμα; Να κρύβει δυνάμεις που την ξεχωρίζουν; Κάποια ουσία αντι-λιωστική ίσως, κάποιο πείσμα ή νεύρο ή κατάλοιπο τοξικό; Γι’ αυτό να υπάρχεις, μονάχα εσύ, μες στο χειμώνα;

dec 03rd, 01.15 a.m.

Eisai ekei?
Δεν είναι.
Marianna, pou eisai? Grapse mou ama anoikseis.

...

dec 25th , 01.30 am.

Μισώ τα Χριστούγεννα!
Christmas sucks.
Η πιο ηλίθια γιορτή.
Λείπουν όλοι, δε βρίσκεις κανέναν.
Μόνο οικογένεια.
Γαλοπούλες, φιλιά και δώρα.
Μισώ τις γαλοπούλες.
Παραγεμιστές με σταφίδες.
Τα ζουμιά και τις σάλτσες.
Τις θείες που με λατρεύουν.
Σιγά μην τους κάνω τη χάρη να ξεσκίσω τους φιόγκους απ’ τα πακέτα – ας βρουν άλλο καμάρι.
Σιγά μην φορέσω τις αηδίες που μου ‘φεραν πάλι για ρούχα – να γίνει το γέλιο της μαϊμούς έτσι και πάω μ’ αυτά σχολείο;
Κάνα φακελάκι με ρευστό θα ‘χε πιο ενδιαφέρον.
Μισώ τους φιόγκους.
Τα λαμπιόνια που τραγουδάνε.
Ό,τι φουσκωτό, χαμογελαστό και συγκινημένο.
Τη Μαριάννα που χάθηκε πάλι και δε μου απαντάει.
Εμένα που βράζω στο ζουμί μου.
Την γκαντεμιά μου.
Christmas sucks!

...

dec 18th, 02.00 a.m.

Το ιγκουάνα.
Με βλέπω ολοκάθαρα, σε μια προηγούμενη ζωή μου, ξαπλωμένο φαρδιά πλατιά σ’ ένα πεζούλι, μισός στον ήλιο και μισός στη σκιά, έτσι ώστε, ανάλογα με τα κέφια μου ή με τα κέφια του ήλιου, να στέλνω τα ηλεκτρικά κύματα του εγκεφάλου μου και τον παλμό της καρδιάς μου πότε στο σκιερό, πότε στο ηλιόλουστο κομμάτι του εαυτού μου για να ρουφάω ολόκληρος δροσιά ή κάψα χωρίς να κουράζω το φοβερό κορμί μου με περιττές μετακινήσεις. Αυτή είναι ζωή! Ξάπλα όλη μέρα, ήλιος, δροσιά και ν’ αγναντεύω τη θάλασσα με τις φοβερές ματάρες μου, λίγο αλατάκι να γαργαλάει τις ρουθουνάρες μου, κάνα κουνούπι σε ακτίνα βολής από την τρομερή γλωσσάρα μου και οι ορίζοντές μου ανοιχτοί, αεικίνητοι πάντα, σαν τον εγκέφαλό μου, να ξεσηκώνομαι και να ναρκώνομαι με την αδιάκοπη βαβούρα των κυμάτων, κι εκεί στο βάθος η κάτω-Αμερική, μίλια μακριά απ’ το νησί μου, βλέπω όμως τα πάντα εγώ, έχω μάτια θηριώδη και γουρλωτά, όπως κανένα άλλο είδος εδώ στο κέντρο του πεζουλιού μου, που είναι το κέντρο του νησιού, που είναι το κέντρο του κόσμου όλου. Σκέφτομαι καμιά φορά πως θα μου λείψει, αν ξανάρθω ποτέ σε μια επόμενη ζωή, η προνομιούχα όραση που έχω τώρα. Πρέπει να προσέξω να ξαναγεννηθώ με πέντε ζευγάρια μάτια τουλάχιστον για να μη νιώθω τυφλός τότε σε σύγκριση με τώρα. Κάτι για μια Ιώ μου ψιθύρισε ένα κόρακας περαστικός από δω μια μέρα -- δεν είναι κακή ιδέα. Ή ίσως ξανάρθω ως έφηβος σε παραλλαγή, με όραση λειψή για το φυσικό του περιβάλλον, οπότε ευθύς θα μου δώσουν κάτι φακούς χοντρούς, μάτια εξτρά – δεν είναι κακό κι αυτό –, μάτια λειψά και εφεδρικά, μια διπλωπία θα έχω, που θα με ξεχωρίζει απ’ τους άλλους του είδους μου. Καλό κι αυτό, «του είδους μου»! Η εξαίρεση θα είμαι πάντα εγώ, σ’ όσες ζωές και αν ξανάρθω, αφού είμαι ο άρχοντας του πεζουλιού, που είναι το κέντρο του νησιού, άρα κι ο άρχοντας του νησιού, που είναι το κέντρο του κόσμου, άρα κι ο άρχοντας του κόσμου! – ή μήπως δεν πάει έτσι;…

...

may 22nd, Κυριακή, 10.30 a.m.

Ο παππούς.
Στην τρίχα, πρωινιάτικα.
Κοστούμι λινό, γραβάτα ριγέ, κασκόλ ριγμένο με στυλ στους ώμους. Παπούτσια δίχρωμα, άσπρο-καφέ, όπως στις ταινίες με τους μαφιόζους. Μαγουλάκι λείο κι αστραφτερό απ’ τις after-κρέμες, κολόνια αρρενωπή, ακριβή, ανεπαίσθητα αλλοιωμένη απ’ το χρόνο. Μαλλί απολιθωμένο στ’ αυλάκια που άνοιξε η τσατσάρα. Κι ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο.
Wow! Για πού το ‘βαλες; Wow, παππού!
Σβέλτα το μαγνητοφωνάκι και να λείπουν τα σχόλια, νεολαίε.
Βιάζεται ο παππούς, τον έχει πιάσει μια μανία τελευταία. Τρεις κασέτες γεμίσαμε προχτές, κι εγώ πότε θα τις απομαγνητοφωνήσω; Δεν τον απασχολεί, λέει. Χρόνος άφθονος, ας τον βρω, τι ανάγκη έχει η νεολαία; Το θέμα είναι εκείνος πώς θα προλάβει να φρεσκάρει τα highlights μιας ζωής και να τα βάλει σε κάποια τάξη; Εν είδει πρόβας κιόλας, για τη συνέντευξη μ’ εκείνη τη δημοσιογράφο που θα ‘ρθει το βράδυ. Συμπαθεστάτη!
Χασκογελάω. Απίστευτος, ο κρονόληρος. Γι’ αυτό λοιπόν ντύθηκε και παρφουμαρίστηκε πρωί πρωί και στήθηκε σαν γαμπρός να την περιμένει -- αλλά δεν λέω κουβέντα.
Οι ιγκουανίτες…
Την έχω πάθει και ξέρω.
Βρε τον καημένο τον γηραλέο!

...

june 13th , 8.30 p.m.

Ψτ, ψτ, νεολαίε!...
Αμάν, ρε παππού, έρχομαι, τι θες και φωνάζεις; Έχουμε και δουλειές εδώ πέρα. Εξετάσεις. Χάλια σου λέω, θα πατώσω αύριο στη χημεία. Πώς να συγκεντρωθώ με τα ψτ-ψτ σου όλη μέρα; Ωχ, να τος πάλι, αγρίεψε.
Ορίστε, παππούλη μου, ήρθα, τι θέλεις;
Και τι δε θέλει;
Νερό -- κοράκιασε!
Το τηλεκοντρόλ -- πού πήγε;
Τα γυαλιά του -- ποιος του τα ‘κρυψε πάλι;
Και να πάψω να γυροφέρνω σαν τη σβούρα – λίγη προσοχή, παρακαλεί! Να κάτσω κάτω επιτέλους και να ξεβουλώσω τ’ αυτιά μου γιατί κάτι έχει να μου πει -- μη νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα εμείς οι νέοι.
(Μόκο, αγόρι μου, καλά ξεμπερδέματα τώρα.)

...

mar 02nd , 03.15 a.m.

.......................
Έτσι κι η μαμά. Τον έκλασε πάλι τον μπαμπά. Με το που άκουσε το κλειδί του στην εξώπορτα, είπε να ξαλαφρώσει η Χήνα. Τι ώρα είναι αυτή που γυρνάς στο σπίτι, περασμένες δέκα, κοντά μεσάνυχτα, και πάει κρύωσε το φαγητό και τι σόι οικογένεια είμαστε εμείς και τι να σου κάνει το παιδί (που είναι προβληματικούλι δηλαδή), αφού δεν έχει πατέρα το παιδί, ούτε και σύζυγο εκείνη, και για δες πώς κατάντησε έτσι που τρέχει από σπίτι σε σπίτι με τα ιδιαίτερά του μετά το σχολείο, και δεν παντρευόταν καλύτερα μια χρηματο-μηχανή, ένα άψυχο σκεύος δηλαδή, που αυτό τουλάχιστον δε θέλει σιδερωμένα πουκάμισα και να του σερβίρεις το φαϊ στο πιάτο. Έκλανε επί ώρα η Χήνα. Και το πιο κουφό απ΄ όλα είναι πως μόλις πριν πέντε λεπτά είχε γυρίσει κι η ίδια. Άρα, ούτε μαμά ούτε μπαμπά έχει το παιδί, αφού κι οι δυο τρέχουν στα ιδιαίτερά τους όλη μέρα. Έτσι είναι οι εκπαιδευτικοί, δε με πειράζει εμένα – άρα τι κλάνει η Χήνα;

Έτσι είναι οι εκπαιδευτικοί.
Έτσι είναι οι γονείς.
Έτσι είναι οι παππούδες.
Έτσι είναι οι μεγάλοι.
Έτσι είναι όλοι όσοι τρέχουν και κλάνουν.
Γκρίζοι.
Και φοβάμαι...

Έτσι είναι οι πολιτικοί, οι δικαστικοί, οι φουσκωτοί.
Έτσι είναι οι φτασμένοι, οι χαμένοι, οι σκατωμένοι.
Έτσι οι ατσαλάκωτοι, οι τσαλακωμένοι, οι πεθαμένοι.
Γκρίζοι.
Και φοβάμαι...

Κλάνω κι εγώ καμιά φορά.
Φοβάμαι θα γίνω γκρίζος.