Όση ώρα περιεργαζόταν η Μαρία τα παγάκια στο ποτήρι της, ο Γαλάνης σκαρφάλωνε στο βουνό, αποφασισμένος. Για τι πράγμα ακριβώς δεν ήξερε. Κάτι τους είχε διαφύγει, ήταν σίγουρος. Κάτι που ήταν εκεί, κάτω απ' τη μύτη τους στον τόπο του εγκλήματος και δεν είχαν δώσει τη δέουσα προσοχή. Ήξερε λογικά πως αυτό ήταν μάλλον απίθανο, η περιοχή είχε ερευνηθεί απ' τους άντρες της Σήμανσης που ήταν άριστα εκπαιδευμένοι, αλλά δεν τον ένοιαζε, η παρόρμησή του ηταν πιο δυνατή από εκείνον. Έπρεπε να πάει και να ξαναψάξει ο ίδιος.
Με τα πολλα, έφτασε στην κορυφή και σωριάστηκε στο παγκάκι να ξελαχανιάσει. Καταϊδρωμένος. Πως τα κατάφερνε εδώ ο κόσμος; αναρωτήθηκε. Νέος άνθρωπος ήταν εκείνος, με τόση εξάσκηση για να είναι σε καλή φόρμα, και όμως τα πόδια του δεν τα αισθανόταν. Από τι πάστα ήταν φτιαγμένοι οι ντόπιοι; Τους είχε δει που ανεβοκατέβαιναν αγόγγυστα στις δουλειες τους - γυναίκες με τα παιδιά τους αγκαλιά, άντρες να τραβολογάνε τα φορτωμένα μουλάρια τους, ακόμα και γριούλες διπλωμένες στα δύο με τα ξύλα δεμένα στην πλάτη. Εικόνες γνώριμες από τα παλιά, σαν να ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια του οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Μπαλάφα, σαν να κατέβηκαν απ' τις κορνίζες τους οι περήφανες μορφές της δεκαετίας του '50 για να προστρέξουν εδώ στον Παράδεισο στην Ελλάδα της κρίσης.