Τατιάνα Αβέρωφ
myHpeiros
ΙΑΜΒΟΣ

τεύχος 11-12, άνοιξη-καλοκαίρι 2006

Αφιέρωμα: 27 Ηπειρώτες λογοτέχνες γράφουν για την Ήπειρο

myHpeiros

Τατιάνα Αβέρωφ

     Ιδιαίτερη πατρίδα μου,
πολύ ιδιαίτερη. Μακρινή και απρόσιτη. Άγνωστη. Ξένη. Και όμως στις φλέβες μου. Εκείνο το απροσδιόριστο «εγώ», λαχτάρα ή κόμπος, ο δισταγμός πριν απ’ το λόγο, η κατάφαση δίχως σκέψη. Εκείνο το «είμαι», το «θέλω», το «αχ». Ο κοινός τόπος. Τόπος συνάντησης των απανταχού αποριών για ό,τι είμαι και δεν ξέρω, για ό,τι είναι και είμαι. Το πέρα και το πριν. Κι όμως γελάγαμε μικροί, όταν παπαγαλίζαμε με στόμφο: «Μην είναι ο ήλιος της που σιγολάμπει;… Μην είναι τ’ άσπρα της ψηλά βουνά;...» Τα τσογλάνια!
     Ευτυχώς.
     Πατρίδα ήμασταν εμείς. Βέβηλοι και αχόρταγοι. Παμφάγοι. Πώς αλλιώς; Ο ήλιος ο μέσα μας εκρηκτικός και τ΄ άσπρα μας ψηλά βουνά έκαναν σκόνη τ’ απέξω. Σιγά τ’ αυγά! Για τη βολή μας πλάστηκαν εκείνα, για σκαρφάλωμα μόνο ή για τσουλήθρα, ή, άντε, για να μη μας σκιάζουν τα μέσα. Μα τι μέσα-κι-έξω. Ο κόσμος όλος ήμαστε εμείς.
     Ευτυχώς.
     Γιατί έτσι οι μικροί κάποτε γίνονται μεγάλοι.
     Γιατί ήσουν εκεί και περίμενες. Σιωπηλή. Σαν μητρική αγκαλιά και πατρική ορμήνια. Γνωστική, γενναιόδωρη, ιδιαίτερη πατρίδα μου.
     Με άφησες να σε καταβροχθίσω, χαμογελώντας. Να τσαλαπατήσω τις ομορφιές σου, αγριολούλουδα, ακρίδες, ρυάκια, λιβάδια. Να οικειοποιηθώ τις κρυψώνες σου, δάση, δερβένια, χαράδρες, βρύσες, γεφύρια. Τους ήχους και τα χρώματά σου. Τις μυρουδιές σου. Να τραφώ απ’ τους ανθρώπους σου, το σθένος, το γήρας, την απλότητα, το μεγαλείο. Ανενδοίαστα ρούφηξα ό,τι ήταν δικό σου. Χωρίς σκέψη οφειλής. Ελεύθερη. Και με το αίμα σου μεγάλωσα. Και με το αίμα σου ομόρφυνα. Και με το αίμα σου ωρίμασα. Και με το αίμα σου τώρα είμαι εγώ – είμαι εσύ.