Κόκκινο το χαλί στο σαλόνι, όπου θρονιάζομαι με το αλφαβητάρι στα πόδια και διαβάζω δυνατά:
Π π Πα-πί... Γ γ Γά-τα....
Νιάο, νιάο η γάτα... Πι πι το παπί.
Κοντεύω να σκάσω από καμάρι. Ένα τσουλούφι απ' τα μαλλιά μου με γαργαλάει στα χείλη. Το φυσάω. Ιδροκοπάω και φτύνω απ' την προσπάθεια ν' ακουστούν καλά τα πι: Π π, παπί...
Οι μεγάλοι συνεχίζουν τις κουβέντες τους σαν να μην υπάρχω. Μα δεν ακούνε; Νιάο, νιάο η γάτα, ξαναρχίζω πιο δυνατά. Διαβάζω! Έχω μαθήματα κι εγώ, μελέτη, σαν τη μεγάλη μου αδερφή! Λένε για ένα χωριό στην Αυστρία, σπίτια με ξύλινες στέγες. Παράξενος ο κόσμος των μεγάλων. Βαρετός. «Ναι, ναι», πετάγεται η θεία: Έχει πάει κι αυτή εκεί, πριν από τριάντα χρόνια.
Τριάντα χρόνια!...
Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε που ήμουν μαθήτρια. Παράξενος ο κόσμος του παιδιού, όταν ανήκει πια στον κόσμο των μεγάλων. Είμαι ένα μωσαϊκό από απορίες ενός παιδιού που δεν υπάρχει. Είμαι ένας πολτός. Πώς να ξεθάψω τις ψηφίδες; Παράξενος ο κόσμος του μεγάλου, όταν δεν είναι πια παιδί. Απ' τα χρώματα ίσως...
Κίτρινο.
Το σχολικό. Έτσι το λέγαμε: «Το κίτρινο». Ένα και μοναδικό ήταν. Δυο δρομολόγια κάθε πρωί και δυο κάθε μεσημέρι. «Ήρθε το κίτρινο!» φωνάζαμε και τρέχαμε να καλωσορίσουμε τους φίλους μας. Εμάς δε μας καλωσόριζε κανείς όταν φτάναμε με το πρώτο δρομολόγιο, μόνο ένα κρύο σχολείο και η προσταγή να περιμένουμε ήσυχα στις τάξεις. Εγώ περίμενα τη Μυρτώ. Ο καθένας κάποιον περίμενε. Αλλά πιο πολύ περιμέναμε «το κίτρινο» – το τέλος της άσκοπης αναμονής και το ξεκίνημα της κανονικής ζωής μας.
Μαύρο στο άσπρο.
Λέξεις. Ονόματα στις ψηφίδες. Έννοιες που ξεπηδάνε μέσα απ' τον πολτό. «Φίλη» (η Μυρτώ). «Ζήλεια» (να θες να σε καλωσορίζει κάποιος και σένα, όπως εσύ τους άλλους). «Λεωφορείο» (το κίτρινο είναι απλώς ένα χρώμα, δεν είναι σχολικό). «Επίθετο» (όπως «κίτρινο» – αυτό που σε προσδιορίζει, χωρίς να είσαι). «Ουσιαστικό» (αυτό που είσαι, αλλά καμιά φορά μπερδεύεται, λόγω επιθέτου). «Έρωτας» (ο συμμαθητής, ο Ιωνάς) – αλλά εδώ αλλάζουμε χρώμα.
Γαλάζιο.
Ο Ιωνάς είναι γαλάζιος, δεν ξέρω γιατί. Ίσως έχει γαλάζια μάτια. Ίσως φοράει γαλάζιο πουλόβερ. Δε θυμάμαι. Έχει άσπρη επιδερμίδα με αχνές φακίδες. Είναι άκακος. Ήσυχος. Τα αγόρια κάνουν φασαρία. Τα αγόρια είναι λίγο επικίνδυνα, δεν ξέρω γιατί. Ο Ιωνάς κάθεται δίπλα μου, χέρια σταυρωμένα στο θρανίο, όπως μας έχει πει η δασκάλα. Ίσια πλάτη. Το βλέμμα ίσια μπροστά. Εγώ κλέβω λιγάκι. Του ρίχνω λοξές ματιές. Βλέπω τα χέρια του μόνο, δεν τολμάω να στρίψω το κεφάλι. Έχει ένα καρούμπαλο στο μεγάλο δάχτυλο, που το αναγνωρίζω αμέσως. Το ίδιο καρούμπαλο έχω κι εγώ. Κάλος. Τι ντροπή! Έξι χρονών παιδί και να συνεχίζεις ακόμα την πιπίλα! «Έρωτας» (να μοιράζεσαι με κάποιον τη ντροπή σου).
Μαύρο.
Μαύρος χάρακας. Ο χάρακας είναι μαύρος και έχει σίδερο στις γωνίες. Πονάει το σίδερο. Δεν το έχω νιώσει -- τα κορίτσια δεν τα δέρνουν γιατί είναι ευαίσθητα και δεν αντέχουν στον πόνο. Το βλέπω όμως. Ο Κωστής κοκκινίζει ολόκληρος και βάζει τα κλάματα. Ο Ανδρέας ασπρίζει. Ο Ηλίας τραντάζεται σαν μαριονέτα στην κάθε ξυλιά. Στραβώνει και το χείλος του. Τα αγόρια ασχημαίνουν όταν τα δέρνουν. Όλοι ασχημαίνουν. Λαμπυρίζουν τα μάτια της δασκάλας όταν αρπάζει το χάρακα. Ολωνών τα μάτια λαμπυρίζουν. Σαν να χαίρονται λιγάκι. Το μαύρο είναι σχημο.
Μαύρο πρόβατο. Ο Πέτρος. Εκείνος τρώει τις περισσότερες ξυλιές. Είναι ο πιο επικίνδυνος απ' όλους, δε θυμάμαι γιατί. Είναι κι ο μόνος που δεν ασχημαίνει όταν τον δέρνουν. Έμαθε πια. Σαν να χαίρεται κιόλας, που τους έχει στο χέρι, που τους στερεί το θέαμα. «Έρωτας» (να μοιράζεσαι με κάποιον τη ντροπή σου). Θέλω να γίνω αγόρι! Δεν είναι κι άσχημο το μαύρο.
Καφέ σκατί.
Ο Νίκος. Είχε και μύγες. Δεν του δίναμε πολλή σημασία, γιατί ήταν καινούργιος. Μερικοί καινούργιοι μένουν καινούργιοι για πάντα. Απ' αυτούς ήταν ο Νίκος. Ώσπου μια μέρα πήγαμε εκδρομή. Είχε πεύκα, χαλί από πούσια και ήχοι πνιχτοί -- εκτός απ' τις φωνές μας. Παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους. Ο Νίκος ήταν κλέφτης φυσικά. Τον είχαμε πιάσει και τον ρίξαμε στη φυλακή. Μια νοητή γραμμή ανάμεσα σε δυο πεύκα τον χώριζε απ' τον έξω κόσμο. Αδιανόητο να ξεμυτίσει, εκτός κι αν τον λευτέρωναν οι σύντροφοί του. Αλλά ποιος να ρισκάρει για χάρη του Νίκου; (Και ο έξω κόσμος ήμασταν εμείς). Παίξαμε ώρες, λυσσάξαμε. Τον ξεχάσαμε. Ποιος να νοιαστεί για τα θύματα του παιχνιδιού; Δε θυμάμαι να μας φώναξε ή να κλαψούρισε να τον βγάλουμε απ' τη φυλακή. Θυμάμαι μόνο πως ξαφνικά σήμανε συναγερμός: Το αδιανόητο! Πού πήγε ο Νίκος; Πιάστε τον δραπέτη! Κι ύστερα η δασκάλα τον τραβολογάει απ' το χέρι, τον τρίβει μ' ένα μάτσο εφημερίδες. Είναι καταχεσμένος. Καφέ σκατί. Το σορτσάκι του έχει ξεχειλίσει, τρέχουν στα πόδια του, τα έχει πατήσει. Οι μύγες βουίζουν ολόγυρά του, τον κυνηγάνε σαν λυσσασμένες, τις διώχνει αλλά αυτές ξανακολλάνε στο λερωμένο σορτσάκι που είχε πετρώσει απ' τα σκατά. Καταφέραμε να μπούμε στο σχολικό χωρίς τις μύγες. Δεν υπήρχε ρούχο περισσευούμενο ν' αλλάξει. Στάθηκε όρθιος σ' όλη τη διαδρομή για να μη λερώσει. Η μπόχα αφόρητη. Κι εμείς επίσης. Δε θυμάμαι να έκλαψε. Δεν έκλαψε. Δεν έβγαλε κιχ. Το απόλυτο ρεζιλίκι τον είχε πετρώσει. Το περίεργο όμως είναι πως κάθε τι το απόλυτο έχει μια κάποια σφραγίδα. Έτσι από κείνη τη μέρα ο Νίκος απέκτησε χρώμα. Καφέ σκατί. Και έπαψε να είναι καινούργιος.
Κόκκινο-μπλε.
Οι γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της χρονιάς. Φοράμε κόκκινες φούστες με μπλε σιρίτια και χορεύουμε με κορίνες. Φοράμε μπλε σορτσάκια με κόκκινες μπλούζες και κάνουμε τούμπες. Φοράμε σακιά και πηδάμε σαν καγκουρό. Φουσκώνουμε μπαλόνια, άλλος μπλε, άλλος κόκκινο, κι όποιος το σκάσει πρώτος κερδίζει. Κάνει μπαμ στα μούτρα --το ξέρω απ' τις πρόβες και φοβάμαι--, αλλά φυσάω σαν τρελή γιατί μ' αρέσει να με χειροκροτάνε και γιατί κάθονται οι γονείς μου στην πρώτη σειρά. Είμαι κι εγώ στην πρώτη σειρά. Στις πρόβες ήμουν τελευταία. Η δασκάλα μάς έβαλε κατά ύψος και ήμουν η κοντύτερη στην τάξη, άρα η θέση μου ήταν πίσω. Η διευθύντρια είχε άλλη γνώμη. Με άρπαξε στο παρά πέντε πριν βγούμε μπροστά στους γονείς. «Ολόκληρος υπουργός και θα δει την κόρη του πίσω πίσω;» μάλωσε τη δασκάλα. Και μ' έβαλε με τα παιδιά της μικρότερης τάξης -- πρώτη πρώτη, αφού είχα γίνει ξαφνικά η πιο ψηλή. Το μπαλόνι μού σκάει στα μούτρα και κλαίω. Μ' αρέσει να με χειροκροτάνε αλλά δε μ' αρέσει να είμαι η πιο ψηλή.
Οι Μαύροι και οι Άσπροι.
Ένα παιχνίδι που μας έμαθε η κυρία Βάσω. Διαλέγουμε μια πέτρα και τη μουτζουρώνουμε απ' τη μια πλευρά. Χωριζόμαστε σε δυο ομάδες: οι Μαύροι και οι Άσπροι. Ρίχνουμε την πέτρα στον αέρα και αν πέσει με τη μουτζουρωμένη πλευρά πάνω, κυνηγάνε οι Μαύροι τους Άσπρους. Αν πέσει απ' την άλλη, κυνηγάνε οι Άσπροι τους Μαύρους. Με παθιάζει αυτό το παιχνίδι. Νιώθω ασφαλής. Γίνεται ξαφνικά παιχνίδι, με νόημα και με κανόνες, αυτό που κυριαρχεί ολόγυρά μου και με καταπίνει. Μόνο στην τάξη της κυρίας Βάσως χαίρομαι όποιο χρώμα κι αν έχω, και ούτε με νοιάζει να καταλάβω αν είμαι μαύρο ή άσπρο πρόβατο, παιδί κοντό ή ψηλό, ή αν το ύψος σού αλλάζει το χρώμα, ή μόνο το επίθετό σου -- που αυτό σε προσδιορίζει στα μάτια των άλλων, αλλά δεν είσαι εσύ. Η κυρία Βάσω δεν είχε χρώμα. Ήταν ουράνιο τόξο.
Μαύρο-νουάρ, γαλλικού τύπου.
Μαύρο καλτσόν. Μαύρα ράσα. Πέμπτη τάξη. Καινούργιο σχολείο, καινούργια παιδιά, πολλά σχολικά -- δεν είναι πια κίτρινα τα σχολικά, δεν είναι πια μαύροι οι χάρακες, δεν έχει μαύρα πρόβατα στο σχολείο, ούτε αγόρια, όλα είναι λιγάκι πιο αποστειρωμένα. Μαύρα ράσα: Μισοπετάνε, χωρίς ν' ακουμπάνε στη γη οι καλόγριες, τόσο καλές είναι που δεν ανήκουν σε τούτο τον κόσμο. Από αντιστάθμισμα οι δασκάλες, χρωματιστές και χοντρές, φυτεύουν τα πόδια τους στη γη, την πληγιάζουν και βγάζουν ρίζες στο χώμα. Κι εμείς, τα άχρωμα -- μυγάκια, σκνιπάκια, πεταλουδίτσες και έντομα κάθε λογής--, πετάμε ολόγυρα στην ατμόσφαιρα, χωρίς χρώμα ή βάρος τα σκόρπια. Πάλι μαύρο: Μαύρο καλτσόν φοράει η Κατερίνα, η διπλανή μου. Τα σοσόνια μου είναι άσπρα, τα ποδαράκια μου ροζ. Θέλω κι εγώ μαύρο καλτσόν! Θέλω να γίνω μεγάλη, να έχω βάρος να με γειώσει. Ανοησίες, λέει η μαμά μου, τα παιδιά δε φοράνε μαύρα. Μαύρο δάκρυ.
Στο γυμνάσιο σαν να στερεύουν τα χρώματα. Μόνο γκρι βλέπω, το χρώμα της πλήξης. Γκρίζα σκόνη. Γκρίζο σύννεφο. Γκρίζα θολούρα. Γκρίζα απόσταση, αυτό το ανεπαίσθητο τίποτα, που με χωρίζει απ' τα πάντα. Ακόμα κι η απελπισία είναι γκρίζα. Ανοησίες, λένε οι μεγάλοι. Εμείς ζήσαμε πόλεμο, φτώχεια, κατοχή, τι ξέρετε εσείς από απελπισία; Γκρίζος φόβος. Θάρθει ποτέ «το κίτρινο»;
Γκρίζα επανάσταση. Οι καιροί αλλάζουν. Τα ράσα κονταίνουν, ξανοίγει το χρώμα τους, έξω αστράγαλος και λαιμός. Μισοπετάνε οι καλόγριες χωρίς ν' ακουμπάνε στη γη, τόσο καλές είναι, που εμείς πια τις αγνοούμε. Μεγαλώσαμε. Δοκιμάζουμε τα φτερά μας. Η Μere Odile βάζει τα κλάματα μια μέρα στην τάξη μας. (Ή μήπως ήταν η Μere Amedee; Ή μήπως και οι δυο;) Κάθεται ήσυχα στην έδρα, ίσια πλάτη, βλέμμα χαμηλωμένο, χέρια σταυρωμένα σε στάση προσευχής και κλαίει. Νιώθουμε δυνατοί. Και λίγο ντρεπόμαστε -- για λογαριασμό της μάλλον, εμείς τι φταίμε; Ταλαιπωρούμε όσους δεν μας λιώνουν. Τους άλλους τους μισούμε, αυτούς που μας εξουσιάζουν και μας τρομοκρατούνε μ' ένα σήκωμα του φρυδιού. Είμαστε σκουλήκια. Είμαστε τέρατα. Δεν μας αρέσει κανένα απ' τα δυο. Να 'ναι καλά η δικτατορία που μας χαρίζει και λίγο αυτοσεβασμό: ο Παπαδόπουλος, ο γαβγιστής με το φευγάτο μάτι, ο Παττακός ο γοπαμαζώχτρας που είναι καλύτερος κι απ' το Βέγγο, ο ομορφούλης Γεωργαλάς που πάει να μας ρίξει με τα γλυκόλογά του απ' την τηλεόραση -- δε μασάμε. Κάνουμε αντίσταση με μισόλογα σε λακκουβάκια. Έχουμε την κόρη κάποιου ταγματάρχη στην τάξη μας. Είμαστε προσεκτικοί. Κάνουμε αντίσταση για τις ποδιές: Ανεπαίσθητα, πόντο πόντο τις κονταίνουμε, μέχρι να μας πάρουν είδηση –«μα ψήλωσα, κύριε» –, τις ξαναμακραίνουμε και φτου κι απ' την αρχή. Η παρανομία μάς θρέφει, ψηλώνουμε στ' αλήθεια. Δεν κλαίει πια η Μere Amedee. Τη ζήτησε ο ίδιος ο Πάπας και φεύγει για το Βατικανό. Για φαντάσου! Αλλάζουν οι καιροί. Έξω απ' την τάξη, δειλά, επιστρέφουν τα χρώματα. Λαχανί, το καινούργιο μου πλεκτό φουστάνι, σχεδόν κολλητό, σχεδόν μίνι, σχεδόν σέξυ, σχεδόν μεγάλη. Γκριζογάλανο το ημίφως στα πάρτυ, όταν διώχνουμε τους γονείς. Καφετί το πακέτο του Άστορ φίλτρο, καφεκόκκινο το βερμούτ -- σιχαμερό, αλλά θα το μάθω πού θα μου πάει; Κόκκινο φλογερό, το πρώτο φιλί. Και το δεύτερο. Το τρίτο γκρίζο πάλι. Γκρίζο δάκρυ και φτου κι απ' την αρχή. Μια παρέλαση από χρώματα που ξαναγυρνάνε στο γκρίζο πριν προλάβω να τα καταγράψω. Ζαλίζομαι. Ελπίζω, τα πάντα. Φοβάμαι, τα πάντα. Μόνη σιγουριά μου το γκρι.
Και η μάθηση; Δώδεκα χρόνια αναμνήσεις απ' το σχολείο και ούτε λέξη για τα μαθήματα; Ενυπωσιάζομαι. Αφού σχολείο σημαίνει μάθηση, εξετάσεις, βαθμοί, σημαίνει μελέτη, ανακάλυψη, καινούργιοι κόσμοι, η χαρά της γνώσης...
Στύβω το μυαλό μου να πω κάτι και γι' αυτά -- αλλιώς θα είμαι εκτός θέματος, μονάδα, «ανεπαρκής», «άρες μάρες», ή έστω «ευγενής έκθεσις αλλά όχι η ζητουμένη».
Μα ειλικρινά δε θυμάμαι...
Ό,τι δεν έχει χρώματα δεν εγγράφεται στο μυαλό μου.
Μετά το δημοτικό παύουν τα χρώματα. Γκρίζοι καθηγητές μάς προετοιμάζουν για μια γκρίζα ζωή. Γκρίζοι βαθμοί, γκρίζα μάθηση (ποια μάθηση;) Γκρίζος Όμηρος, Σοφοκλής, Σολωμός. Γκρίζα σύνολα και εξισώσεις. Γκρίζα Χημεία και Βιολογία κι ας πήρα είκοσι στο τεστ. Γκρίζος ξεσηκωμός του Εικοσιένα, κι ας ήξερα απέξω μάχες και οπλαρχηγούς. Γκρίζα Λογική και Ψυχολογία κι ας τ' ανακάλυψα μετά. Γκρίζο το χρώμα της πλήξης και της σιχασιάς. Σιχάθηκα τα δημοτικά τραγούδια, τον Παπαδιαμάντη, τον Παλαμά? η ποίηση μου δημιουργεί ακόμα τάσεις φυγής. Γκρίζο, το χρώμα της ξεραϊλας, της πολτοποίησης και του εξουσιασμού. Γκρίζο το χρώμα της μη-μάθησης -- ένα κολλώδες, επικίνδυνο χρώμα που καταστρέφει ό,τι ακουμπάει και ρουφάει μέσα του το καθετί.
Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε που ήμουν μαθήτρια.
Τόσα σχεδόν μου πήρε για να διώξω το γκρίζο.
(Θα τα καταφέρει ο γιος μου; αναρωτιέμαι.)
Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς, έτσι μου φαίνεται. Ένα παχύ στρώμα γκρίζο έχει διεισδύσει κάτω απ' το χρωματιστό περιτύλιγμα που επισκιάζει τα πάντα. Στο βαθύτατο υπόγειο, κάτω απ' το γκρίζο, λουφάζουν αχρείαστα και ξεχασμένα τα χρώματα τα πρωτογενή. Ή ίσως έτσι μου φαίνεται γιατί αρχίζει κι η πρεσβυωπία... Ακροβατώ ανάμεσα στον κόσμο του παιδιού και του μεγάλου. Και ζαλίζομαι καμιά φορά. Πώς είναι σήμερα να είσαι παιδί, να πηγαίνεις σχολείο, να προετοιμάζεσαι για μια ακόμα πιο γκρίζα ζωή; «Μη με πρήζεις», λέει ο γιος μου. Το ίδιο έλεγα κι εγώ. Μα δεν είμαι ίδια μ' εκείνους που έπρηζαν εμένα, διαμαρτύρομαι, δεν είμαι! Αλλά... Έτσι και στρέψω πάνω μου τα μάτια του παιδιού, διακρίνω στο πρόσωπό μου τη Μαμά -- είδος κινδυνολόγο και κουραστικό που ανήκει στον κόσμο των μεγάλων. Μ' αρέσει αυτό. Παράδοξο, αλλά μου δίνει κουράγιο και ελπίδα. Γιατί σημαίνει πως τα χρώματα είναι ίδια σε κάθε εποχή και μόνο η απόστασή μας από αυτά μεγαλώνει ή μικραίνει. Και άρα το ουράνιο τόξο, που κάποτε όλοι μας είδαμε, είναι εκεί, θαμμένο κάτω απ' το γκρίζο, ή κρυμμένο πίσω απ' το χρωματιστό κακέκτυπό του. Φτάνει να σκάψει ο καθένας αρκετά ώστε να βρει την άκρη, όποια κι αν είναι -- χρώματα, ήχοι, λέξεις, σκοποί, άνθρωποι, έρωτες, βουνά ή πηγές όσες και οι θεότητες του πανθέου -- για να ζωντανέψουν τα χρώματα απ' τον κόσμο του παιδιού στον παράξενο κόσμο των μεγάλων.
(«Σκάσε και σκάβε», θα του πω, έτσι και μου παραπονεθεί ξανά πως τον πρήζω).