Τατιάνα Αβέρωφ
Στο Μαγικό Βουνό

ΓΕΥΜΑ Μ’ ΕΝΑΝ ΗΡΩΑ

Οκτώ Έλληνες πεζογράφοι αφηγούνται γαστριμαργικές ιστορίες

Σειρά «Οκτώ» / επιμ. Μισέλ Φάις

Πατάκης 2009, ISBN 978-960-16-3577-4

… οκτώ συγγραφείς (Τατιάνα Αβέρωφ, Αριστείδης Αντονάς, Βασίλης Γκουρογιάννης, Δήμητρα Κολλιάκου, Αχιλλέας Κυριακίδης, Αλέξης Πανσέληνος, Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Φαίδων Ταμβακάκης) γράφουν από ένα διήγημα τοποθετώντας, αυτή τη φορά, στο κέντρο της μυθοπλασίας τους εμβληματικούς χαρακτήρες σπουδαίων βιβλίων. Προσκαλώντας σε γεύμα ήρωες των Φ. Κάφκα, Τ. Μαν, Ε. Χέμινγουεϋ, Χ.Λ. Μπόρχες, Τ. Φόουλς, Αλ. Παπαδιαμάντη κ.ά., οι συγγραφείς του τόμου μαγειρεύουν συναρπαστικές ιστορίες γαστρονομικής βιβλιοφιλίας. Τι τρώει ο δαιμονικά αγχώδης Γκρέγκορ Σάμσα της «Μεταμόρφωσης»; Από ποια κουζίνα έλκεται ο φιλάσθενος Χανς Κάστορπ του «Μαγικού Βουνού»; Με τι χορταίνει ο πένης και μοναχικός Αποστόλης ο Κακόμης του διηγήματος «Κακόμης» του Παπαδιαμάντη; Αλλόκοτα εδέσματα, παιγνιώδεις χρονικές ανατροπές, ερεθιστικές μεταμφιέσεις σερβίρονται σε απαιτητικούς συνδαιτυμόνες αναγνώστες. [Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]

Τατιάνα Αβέρωφ

Στο Μαγικό Βουνό

1. Άφιξη.  

   Μια απλή νέα γυναίκα ταξίδευε μεσοκαλόκαιρο από την πατρίδα της την Ελλάδα για το Νταβός-Πλατς στο καντόνι Γκρισόν. Πήγαινε επίσκεψη για τρεις μέρες. Μοναδική παρέα της στη διάρκεια του ταξιδιού ένα ογκώδες βιβλίο, «Το Μαγικό Βουνό», μυθιστόρημα-σταθμός του Τόμας Μαν, που εκδόθηκε το 1924, πριν από ογδόντα πέντε χρόνια δηλαδή, και ανοίγει ως εξής:

Άφιξη.

Ένας απλός νέος άνδρας ταξίδευε μεσοκαλόκαιρο από την ιδιαίτερη πατρίδα του το Αμβούργο για το Νταβός-Πλατς στο καντόνι Γκρισόν. Πήγαινε επίσκεψη για τρεις εβδομάδες.

   Σύμπτωση; Όχι ακριβώς. Και όμως. Γεμάτη σατανικές συμπτώσεις η ιστορία που θα σας διηγηθώ.

    Ο νέος άνδρας, ο μυθιστορηματικός ήρωας του Τόμας Μαν, είναι ο Χανς Κάστορπ, είκοσι τεσσάρων ετών και επίδοξος μηχανικός. Πηγαίνει στο Νταβός για να επισκεφθεί τον άρρωστο ξάδερφό του Γιοαχίμ, με σκοπό να μείνει μαζί του στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ, όπως το ονομάζει ο συγγραφέας, όπου νοσηλεύεται η αφρόκρεμα των εύπορων φυματικών απ’ όλο τον κόσμο.

   Η νέα γυναίκα είμαι εγώ, μια διόλου μυθιστορηματική ηρωίδα, μιας και η περιπέτειά μου είναι πέρα για πέρα αληθινή, αν εξαιρέσουμε μερικές μυθιστορηματικές πινελιές, όπως το ότι δεν είμαι και τόσο νέα, αφού έχω πατήσει τα 50, ούτε και τόσο απλή, αφού τα βιώματά μου, ως κόρη διάσημου άνδρα, με οδηγούν σ’ ένα ταξίδι-προσκύνημα στο Νταβός, με σκοπό να ανακαλύψω τον πεθαμένο πατέρα μου και, μαζί, τη συγγραφική μου έμπνευση, μπας και γράψω επιτέλους το μυθιστόρημα-σταθμό στη δική μου εντελώς συνηθισμένη κατά τ’ άλλα λογοτεχνική πορεία.

   Τόσο ο νέος άνδρας όσο και η νέα γυναίκα κατεβαίνουν στον ίδιο σιδηροδρομικό σταθμό, που ελάχιστα έχει αλλάξει στα ογδόντα πέντε χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στις δυο αφίξεις. Κατευθύνονται κι οι δυο στον ίδιο ακριβώς προορισμό, ο άνδρας με ιππήλατη άμαξα, τα άλογα ν’ αγκομαχάνε στη δύσκολη ανηφόρα, και η γυναίκα με το τελεφερίκ, μοναδικό μεταφορικό μέσο για όσους διαμένουν στο Ξενοδοχείο Σατσάλπ -- πρώην σανατόριο Σατσάλπ, ξακουστό στις αρχές του περασμένου αιώνα για την πολυτέλεια και τις πρωτοποριακές του μεθόδους, ξακουστό ξανά πενήντα χρόνια αργότερα, όταν η ανακάλυψη της θεραπείας για τη φυματίωση ανάγκασε τα σανατόρια να κλείσουν, και το κτίριο ανακαινίστηκε, αναβαθμίστηκε και ξανάνοιξε ως ξενοδοχείο πολυτελείας. Αλλά σήμερα πια, αν διατηρεί κάποια ελάχιστη φήμη, αυτό οφείλεται μάλλον την αμάραντη γοητεία του νεαρού Κάστορπ και στις περιπέτειές του στο μυθιστορηματικό σανατόριο Μπέργκχοφ – πρότυπο του οποίου υπήρξε το διεθνές Σανατόριο Σατσάλπ.

   Ας ξεχάσουμε όμως για λίγο τον Χανς Κάστορπ και ας πιάσουμε τη δική μου ιστορία απ’ την αρχή.

2. Σχετικά με τη βαριά κληρονομιά της αφηγήτριας.

   Ο πατέρας μου ήταν διάσημος από τότε που μπορώ να θυμηθώ. Δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Άγραφο πλάσμα που ήμουν τότε, νόμιζα πως έτσι είναι όλοι οι πατεράδες. Κάθε πρωί τον κατάπινε η μαύρη λιμουζίνα με τον σοφέρ κι εξαφανιζόταν ως το βράδυ, κι εγώ τον ξεχνούσα μες στην καλή χαρά ή στην αβάσταχτη δυστυχία της μικρής ύπαρξής μου. Πρώτη φορά στο νηπιαγωγείο, θυμάμαι, κάπου πηγαίναμε με το σχολικό και ο οδηγός είχε ανάψει το ραδιόφωνο, όταν ξαφνικά πετάγεται η δασκάλα όλο έξαψη και μου φωνάζει: «Άκου, Τίνα, άκου!» Τι έκανα πάλι; αναρωτήθηκα -- αλλά όχι εγώ, ευτυχώς... «Ο μπαμπάς σου, Τίνα, για κείνον λένε στις ειδήσεις, ακούτε; Ο πατέρας της Τίνας στο ραδιόφωνο!» Ε, και; Δεν μου έκανε καμιά εντύπωση. Συνηθισμένα πράγματα, σκέφτηκα, τι το παράξενο; Παράξενη ήταν για μένα όλη αυτή η ταραχή και τα περίεργα βλέμματα που μου έριχναν ξαφνικά οι άλλοι. Γιατί αυτοί τελικά ορίζουν το ποιος είσαι --μισοκατάλαβα εκείνη τη μέρα-- και μέσα απ’ τα μάτια τους μόνο μαθαίνεις αν είσαι συνηθισμένος, κανονικός ή διαφορετικός. Κάτι σαν σοκ. Και άρχισα σιγά σιγά μέσα απ’ τα μάτια τους να παρατηρώ.
   Ο πατέρας μου, ανάμεσα στις πολλές άλλες ιδιότητές του, ήταν λογοτέχνης και γεννημένος παραμυθάς· του άρεσε να διηγείται ιστορίες. Από μικρή, θυμάμαι, τον άκουγα με τις ώρες σιωπηλή ή τον παρατηρούσα απλώς, καθισμένο στην κεφαλή του τραπεζιού, να γοητεύει τους άλλους σοβαρότερους από μένα συνδαιτυμόνες του και καλεσμένους κάθε λογής. Συμπαθούσε ιδιαίτερα τις αφηγήσεις με ιστορικό περιεχόμενο, άρα και διδακτική αξία για τις νεότερες γενιές. Και αφού, όταν γεννήθηκα εγώ, κατοικούσε ήδη πενήντα χρόνια πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη -- χρόνια περιπετειώδη και γεμάτα ιστορικές ανατροπές --, φυσικό ήταν να αντλεί τις διηγήσεις του από ένα αστείρευτο απόθεμα προσωπικής βιογραφίας. Ιστορίες πολέμου και αγώνων για την πατρίδα, θρίλερ κατασκοπίας και πολιτικής, μάχες χαμένες ή κερδισμένες σε διεθνείς οργανισμούς, επεισόδια από τα νεανικά του χρόνια σε μια άλλη Ελλάδα, πολύ μακρινή σ’ εμάς.
   Ο τέλειος μυθιστορηματικός ήρωας! συνειδητοποίησα ξαφνικά -- με κάποια καθυστέρηση, είναι αλήθεια, αφού εκείνος ήταν ήδη είκοσι χρόνια πεθαμένος και εγώ πια συγγραφέας με κάμποσα μυθιστορήματα στο ενεργητικό μου. Φαίνεται πως τότε μόνο τόλμησα να το σκεφτώ. Αλλά μήπως μέσα μου δεν το ήξερα από καιρό; Μήπως δεν το προετοίμαζα, κρυφά από μένα, εδώ και πολλά χρόνια; Μήπως αυτή δεν ήταν η κληρονομιά που μου άφησε ο πατέρας μου;
   Ρίχτηκα στην έρευνα. Βιβλιοθήκες, συνεντεύξεις, ώρες μελέτης χωμένη σε σκονισμένους φακέλους, κούτες, φωτογραφίες, ξεχασμένα τεκμήρια μιας ζωής. Είχε μπει πια το καλοκαίρι όταν ανακάλυψα το κιτρινισμένο χαρτί με τα αχνά δακτυλογραφημένα στοιχεία, που με κόπο κατάφερα να αποκρυπτογραφήσω:

Certificat médical.
Monsieur …ngelos ...... d’ Athènes à été en traitement médical
au Sanatorium Schatzalp - Davοs pour tuberculose pulmonaire
bilatérale, du 17 Juin 192..[3;] au 23 Mai 192..[5;]

   Δηλαδή…

   Mα πρέπει τότε να ήταν μόλις δεκάξι χρονών…

   Δεν ξέρω γιατί με συγκλόνισε τόσο η σκέψη του έφηβου πατέρα μου κλεισμένου σε ένα σανατόριο για δύο ολόκληρα χρόνια παρέα με την αρρώστια και το θάνατο, μακριά από πατρίδα, γλώσσα και δικούς. Ίσως γιατί στις διηγήσεις του προσπερνούσε πάντα στα γρήγορα αυτή την περίοδο της ζωής του και δεν είχα δώσει ποτέ ιδιαίτερη σημασία, αφού, όπως υπέθετα, δεν έδινε ούτε κι αυτός. Αλλά τώρα για πρώτη φορά είχα στα χέρια μου συγκεκριμένα στοιχεία -- πού, πότε, πόσο--, τη λεπτομέρεια δηλαδή που είναι ικανή να ζωντανέψει οποιαδήποτε ξερή γνώση.

   Έψαξα στο ίντερνετ. Δεν περίμενα να βρω κάτι σημαντικό ύστερα από ογδόντα πέντε χρόνια. Έκπληκτη όμως, είδα να εμφανίζεται η κάπως αυτάρεσκη σελίδα που με προσκαλούσε να ζήσω το μύθο μου στο μαγικό βουνό, στο φημισμένο ξενοδοχείο Σατσάλπ, πρώην σανατόριο Σατσάλπ, που όπως αναφέρει ο Τόμας Μαν… κλπ. κλπ. Υπήρχαν και φωτογραφίες. Οι εικόνες επιβεβαίωναν τις υποσχέσεις πως οι χώροι ελάχιστα είχαν αλλάξει και η ατμόσφαιρα παρέμενε ανέγγιχτη από παλιά. Έπρεπε να πάω! αποφάσισα. Το ταχύτερο μάλιστα. Και έτσι... την επόμενη κιόλας βδομάδα:

Μια απλή νέα γυναίκα ταξίδευε μεσοκαλόκαιρο από την πατρίδα της την Ελλάδα για το Νταβός-Πλατς στο καντόνι Γκρισόν. Πήγαινε επίσκεψη για τρεις μέρες.

3. Αριθ. 34

   Το τελεφερίκ σταμάτησε μ’ ένα τράνταγμα στην κορυφή και άνοιξαν οι αυτόματες πόρτες. Η νέα γυναίκα φορτώθηκε τα υπάρχοντά της -- σακ βουαγιάζ, λάπτοπ, τσάντα, μπουφάν, ομπρέλα ανοιχτή (έβρεχε κιόλας καλοκαιριάτικα!) -- και πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στο ξενοδοχείο. Ούτε εκατό μέτρα δεν ήταν, αλλά είχε ανηφόρα και κάμποσα σκαλοπάτια. Όμορφος κήπος, περιποιημένος, παρατήρησε λαχανιασμένη. Μια χαριτωμένη αλέα με γλάστρες κι αναρριχητικά, ξύλινα κάγκελα ασπροβαμμένα, μπογιά ξεφλουδισμένη. Και ο βραδινός αέρας τσουχτερός εδώ πάνω στα 1800 μέτρα. Φρέσκος αέρας, οξυγόνο...
   Ασθμαίνοντας έφτασε επιτέλους στη ρεσεψιόν και έκανε τσεκ ιν. Πιο αργή απ’ ό,τι συνήθως η γνωστή πάντα γραφειοκρατία. Όνομα, διαβατήριο, συμπληρώστε παρακαλώ... Και η αγέλαστη κοπέλα πίσω απ’ το γκισέ την αντάμειψε μ’ ένα μεγάλο κλειδί σε ξύλινο μπρελόκ, χωρίς καν να μπει στον κόπο να σηκώσει το κεφάλι:
   «Δωμάτιο αριθ. 34» είπε. «Πρώτος όροφος, αριστερά μόλις βγείτε απ’ το ασανσέρ. Δείπνο στην τραπεζαρία, στις οκτώ ακριβώς, ένδυμα ανάλογο, καταλαβαίνετε…»
   Mais oui, καταλάβαινε ya! Τηρούσαν τις παραδόσεις στο Σατσάλπ. Καλό αυτό για την έρευνά της. Εντυπωσιάστηκε. Χάρηκε. Αγχώθηκε. Μήπως δεν είχε «ένδυμα ανάλογο», τι είχε πετάξει τελικά στις αποσκευές της πρωί-πρωί; Να θυμηθεί... μπα, σκέτο βαμβάκι το κεφάλι, μια πανάλαφρη θολούρα. Το υψόμετρο μάλλον. Καλά λέει ο Χανς Κάστορπ... Και τότε πού είναι οι υπηρέτες με τις γκρίζες λιβρέες που σε καλωσορίζουν με χαμόγελα και υποκλίσεις; Ξύπνα, Τίνα, έτος 2009 καλεί Γη. Γέλασε με τον εαυτό της, βγαίνοντας απ’ το πανάρχαιο ασανσέρ και κουτουλώντας με τις βαλίτσες της στην απέναντι πόρτα. Η αλήθεια είναι πως ένιωθε παράξενα μεθυσμένη.
   Με μερικά ακόμα σκουντουφλήματα και άσκοπες λοξοδρομίσεις, κατάφερε να βρει το δωμάτιό της και να ξεκλειδώσει την πόρτα. Πέταξε τα πράγματά της στη μοκέτα και οριζοντιώθηκε στο κρεβάτι, βλέμμα απλανές στο ταβάνι. Δεν νοιάστηκε ούτε μια ματιά να ρίξει στο εσωτερικό του δωματίου, ούτε να βγει στο μπαλκόνι να θαυμάσει τα φώτα της κοιλάδας που λαμπύριζαν από χαμηλά. Ποιος ο λόγος άλλωστε; Τα ‘ξερε αυτά, τα ‘χε ξαναδεί, κάποτε, κάπου, δε θυμόταν... Το δωμάτιο ειρηνικό και χαρούμενο με τα λευκά, πρακτικά του έπιπλα... λευκό, μεταλλικό, φρεσκοστρωμένο κρεβάτι... καθαρό πάτωμα από λινόλεουμ... λινές κουρτίνες, με απλό και χαρωπό κέντημα σε μοντέρνο στυλ.
   «Τι όμορφο δωμάτιο! Ό,τι πρέπει για να μείνει κανείς ευχάριστα λίγες βδομάδες» -- ο Χανς Κάστορπ, φυσικά. Εκείνη δεν είχε σκοπό να μείνει παραπάνω από λίγες μέρες. Πού τέτοιος χρόνος; Αν και ο χρόνος, βέβαια, κυλάει αλλιώς εδώ πάνω, όπως λέει και o... Άντε πάλι μ’ αυτό το «Μαγικό Βουνό». Σιγά το μυθιστόρημα, σκέτη φλυαρία. Αν ήταν δικό της, θα το είχε κόψει στο μισό. Και τότε γιατί τη ρουφούσε στην ονειρική του ατμόσφαιρα και περιφερόταν υπνωτισμένη ανάμεσα στους ήρωες του παραμυθιού; Ξύπνα, Τίνα! ξαναμάλλωσε τον εαυτό της. Για δουλειά ήρθες εδώ πάνω. Είχε να κάνει σοβαρή έρευνα για τον πατέρα της, να ψάξει αρχεία, να μιλήσει με κόσμο, να βρει ονόματα, εξετάσεις, παρέες, γιατρούς. Αλίμονο αν καθόταν να ονειροπολεί για έναν ανύπαρκτο ήρωα, που και να τον συναντούσε ακόμα με σάρκα και οστά… μπα, καθόλου δε θα της άρεσε αυτός ο Κάστορπ, άπαπα, περίεργος τύπος, δυσκοίλιος, μαλθακός…
   Ένας φριχτός ήχος διέκοψε ξαφνικά τις ονειροπολήσεις της. Ακουγόταν από μικρή απόσταση, από το διπλανό δωμάτιο μάλλον, ένας ήχος όχι δυνατός, αλλά τόσο απόλυτα φριχτός που η Τίνα πετάχτηκε ταραγμένη. Ήταν προφανώς βήχας -- ανδρικός βήχας -- που όμοιός του όμως δεν ξανάγινε. Δεν ήταν ξερός, αλλά ούτε υγρό μπορούσες να τον πεις, δεν έφτανε η λέξη. Ήταν σαν να έβλεπες μέσα στον άνθρωπο, όλα λιωμένα και λάσπη, σαν να μην ήταν πια ζωντανός βήχας. Η Τίνα έμεινε καθηλωμένη και κοίταξε τη μπαλκονόπορτα με μάτια ορθάνοιχτα, κοίταξε τον μεσότοιχο που χώριζε τα δυο δωμάτια, κοίταξε και το ρολόι της από συνήθεια. Οκτώ η ώρα! Το δείπνο θα είχε σερβιριστεί, έπρεπε να τρέξει. Και την είχε πιάσει ξαφνικά μια διαβολεμένη πείνα…

4. Φυσικά, μια γυναίκα! 

   Ντύθηκα, στολίστηκα και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες. Δεν είχα την υπομονή να περιμένω το πανάρχαιο ασανσέρ. Απ’ τη μια ο φόβος μη μείνω νηστική βραδιάτικα εκεί ψηλά στην ερημιά, απ’ την άλλη ο πεθαμένος που έβηχε ανάμεσα απ’ τους τοίχους -- κάτι σαν πανικός. Μου είχε μπει η ιδέα πως ήταν ο πατέρας μου, ή μάλλον το φάντασμά του, που μου έλεγε «γεια χαρά». Όχι βέβαια ότι ήμουν τόσο τρελή για να το πιστέψω, το σκέφτηκα όμως. Πόσες και πόσες φορές δεν μου έλεγε όταν ήμουν μικρή: «Εσύ μια μέρα θα γράψεις!», και καμάρωνε. Τι πιο λογικό λοιπόν απ’ το να βήχει σαν άλογο από δίπλα για να με παροτρύνει: «Άντε γράφ’ το επιτέλους το αριστούργημα, βίωσέ το, άκουσε, γκουχ-γκουου, να, έτσι ήταν στα δεκάξι μου όταν πάλεψα με το Χάρο στα μαρμαρένια υψώματα, και τον νίκησα, γκουχ-γκουου… γκουχ-γκουου…»
   Έσπρωξα την τζαμόπορτα, που χώριζε την τραπεζαρία απ’ το χωλ, με κάπως περισσότερη δύναμη, φαίνεται, απ΄ ό,τι όριζαν οι συνήθειες του τόπου, και εννιά μικροί υαλοπίνακες, λασκαρισμένοι μες στις κορνίζες τους απ’ τα χρόνια, τραντάχτηκαν θυμωμένα στο πάνω μέρος της πόρτας, που βρόντηξε πίσω μου με αυτοκρατορικό σαματά. Εβδομήντα κεφάλια στράφηκαν να με κοιτάξουν και μες στην απόλυτη σιωπή που απλώθηκε, ξεχώρισε ένας επιτιμητικός ψίθυρος απ’ το βάθος της αίθουσας:
   «Φυσικά, μια γυναίκα!»
   Ήταν ένα νέος άντρας με κομψό ντύσιμο και παπιγιόν, που καθόταν στο κεφάλι ενός μεγάλου τραπεζιού πλάι στην μπαλκονόπορτα. Εύκολα τον εντόπισα μιας που οι ομοτράπεζοί του ήταν οι μόνοι απ’ το πλήθος που δεν με κοιτούσαν σαν χάνοι, αλλά αντίθετα είχαν στρέψει τα βλέμματά τους σ’ εκείνον, λες και περίμεναν ένα σήμα του, έναν ακόμα ψίθυρο, για να με κατασπαράξουν ή έστω να με επιπλήξουν για ανάρμοστη συμπεριφορά. «Εμείς εδώ πάνω απεχθανόμαστε τους αναίτια θορυβούντες», περίμενα να μου ανακοινωθεί η ετυμηγορία τους και να ξεσπάσει όλη η αίθουσα σε χειροκροτήματα…
   «Bonsoir madame, η κράτησή σας, bien sur, τραπέζι αριθ. 7, ακολουθήστε με παρακαλώ» -- μια όμορφη κοπελίτσα με κολλαριστό άσπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα με παρέλαβε αποφασιστικά και ξεκίνησε τρεχάτη με ένα επιδέξιο ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στα τραπέζια. Έδιωξα το νέο κύμα παραλογισμού που με τύλιγε και αφοσιώθηκα στο κυνηγητό της νεαρής γκαρσόνας, για ν’ αποφύγω τα τρακαρίσματα με τραπέζια, κολόνες και γαλήνια καθισμένους πελάτες.
   Η στενόμακρη θολωτή αίθουσα μου προκαλούσε μια έντονη αίσθηση déjà vu. Οι κολόνες, μέχρι τη μέση επενδυμένες με ξύλο, από κει και πάνω άσπρες και λείες, όπως και το πάνω μέρος των τοίχων και το ταβάνι, είχαν πολύχρωμες φαρδιές γραμμές, που συνεχίζονταν στα μεγάλα τόξα του χαμηλού θόλου. Την αίθουσα στόλιζαν ηλεκτρικοί πολυέλαιοι από γυαλισμένο μπρούντζο… Κάτι στη διαρρύθμιση του χώρου μου έφερε ένα μικρό σφίξιμο αγωνίας. Υπήρχαν επτά τραπέζια, τα περισσότερα κατά μήκος και μόνο δύο κατά πλάτος. Ήταν μεγάλα τραπέζια, το καθένα για δέκα πρόσωπα, αν και δεν ήταν παντού όλα τα σερβίτσια… Πού ήταν το δικό μου μοναχικό τραπεζάκι για ένα άτομο;
   «Ξέρετε, εμείς εδώ στο Σατσάλπ, τηρούμε τις παραδόσεις», μου πέταξε η κοπέλα, τρέχοντας πάντα με τα ζιγκ ζαγκ της προς το βάθος της αίθουσας.
   Τι ήταν πάλι αυτό;
   «Σε τραπέζια των δέκα», πρόσθεσε, «έτσι γινόταν παλιά. Για λόγους κοινωνικής συναναστροφής, καταλαβαίνετε…»
   Πού να καταλάβω; Μετ’ εμποδίων τα γερμανο-γαλλικά της, ομοίως και το τραπέζι μου…
   «Ακέφαλα όμως», επέμεινε η κοπέλα. «Διότι υπήρχε και η τουρνέ, βλέπετε. Τιμούσαν άλλο τραπέζι κάθε φορά οι χερ ντοκτέρ…»
   Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Ποια τουρνέ; Γι’ αυτό με γύριζε γύρω γύρω τόση ώρα σαν αξιοθέατο; Το επέβαλλαν μήπως οι παραδόσεις; Ένα είδος τελετής μύησης στους «εμείς εδώ πάνω;».
   Είχαμε διασχίσει σχεδόν ολόκληρη την αίθουσα και ελεύθερο τραπέζι δεν έβλεπα πουθενά. Μπροστά μας απέμενε μόνο εκείνο με τη μεγάλη παρέα και τον κύριο με το παπιγιόν, που τόσο ενοχλήθηκε όταν βρόντηξε η πόρτα -- άκου «φυσικά, μια γυναίκα», ο ρατσιστής, ο δυσκοίλιος, ο παράξενος …
   «Εt, voila, madame, τραπέζι αριθ. 7!» Η σερβιτόρα σταμάτησε τόσο απότομα που κόντεψα να πέσω πάνω της. Μου ένευε θριαμβευτικά προς το τραπέζι του κυρίου Παράξενου, όπου μια άδεια θέση με περίμενε στα δεξιά του. Ω, της φρίκης… Μου εξηγούσε τώρα σε τόνο εμπιστευτικό ότι με είχαν τοποθετήσει στο καλύτερο τραπέζι, που διόλου ακέφαλο δεν ήταν, όπως έβλεπα, αλλά αντιθέτως, εξαιρετική τιμή… εξαιρετική ευτυχία… στην κεφαλή του προήδρευε… δια της φυσικής του παρουσίας… ο χερ Δυσκοίλιος αυτοπροσώπως!
   Όλοι στο τραπέζι διέκοψαν το φαγητό τους και με καλωσόρισαν με χαμόγελα ή σκυθρωποί. Ο δε λεγάμενος πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο -- ο τέλειος οικοδεσπότης. Υποκλινόμενος, αλύγιστος και ευγενικός, χτύπησε μαζί τις φτέρνες του και αναφώνησε:
«Χανς Κάστορπ, στας διαταγάς σας, madame!»

5. Παρέκβαση για την αίσθηση της πραγματικότητας.   

   Οι διάσημοι άνδρες έχουν μια διαστρεβλωμένη αίσθηση της πραγματικότητας. Αυτό βέβαια το ήξερα από μικρή. Το συνειδητοποίησα όμως, με την καθαρότητα ενός χαστουκιού ή ενός μήλου στο κεφάλι, όταν κάποτε συνόδευσα τον πατέρα μου σ’ ένα ταξίδι του στο εξωτερικό. Θυμάμαι πως στη διαδρομή από το αεροδρόμιο για την πόλη, παρατηρούσα μέσα απ’ το τζάμι της λιμουζίνας τον έξω κόσμο και κοσμάκη που συνωστιζόταν, διαπληκτιζόταν, ιδροκοπούσε, αγωνιζόταν και αγωνιούσε -- ξεκούραστη εγώ και δροσερή, μέσα στην κάψουλα που μας διακτίνιζε με μηδέν καθυστέρηση, μηδέν ταλαιπωρία, στον πολυτελή προορισμό μας. Και ένιωσα αυτή την παράξενη αίσθηση αποϊσορρόπισης. Σαν να πατούσα συγχρόνως σε δύο πραγματικότητες -- λαθραία όμως --, σαν να βλέπεις δυο ταινίες στο διπλό είδωλο μιας οθόνης, ενώ κανονικά είσαι είτε εδώ είτε εκεί, μία μόνο ταινία είναι η δική σου. Οι διάσημοι άντρες, ένιωσα με τσουχτερή ευκρίνεια εκείνη τη μέρα, ζουν σε διαφορετική ταινία από τον πολύ τον κόσμο -- δε φταίνε αυτοί που έχουν διαστρεβλωμένη αίσθηση της πραγματικότητας. Εξάλλου σε μία ταινία δε ζούμε όλοι μας; Στη δική του ο καθένας. Άρα, ποιανού είναι η «πραγματική»;
   Έτσι ανέπτυξα σιγά σιγά μια ιδιότυπη σχέση με την πραγματικότητα, μια ευέλικτη σχέση, με τάσεις βουλιμίας στην ταυτόχρονη παρακολούθηση πολλών ταινιών, ίσως και εθισμό. Όσες πραγματικότητες κι αν τύχαιναν στο δρόμο μου, εγώ ήθελα σ’ όλες να χωθώ! Φώναζε βέβαια η μάνα μου, όταν ήμουν μικρή, πως όποιος παρακουράζει τα μάτια του με ζάπιγκ και τέτοια, θα τυφλωθεί, και μ’ έστελνε στο οφθαλμιατρείο για ασκήσεις του στυλ «βάλε την κοτούλα μες στο κοτέτσι», εγώ όμως συνέχιζα να την βλέπω εκτός κοτετσιού και να εξασκούμαι κρυφά στη διπλωπία-τριπλωπία-πολυωπία που τα έβρισκα απείρως πιο απολαυστικά. Και ούτε που τυφλώθηκα φυσικά, μόνο ξεχνιέμαι καμιά φορά στις ταινίες των άλλων, τόσο που ξεθωριάζει η δική μου, γιατί μου φαίνονται όλες εξίσου «πραγματικές».
   Αυτά σαν παρένθεση. Θα χρειαστούν στη συνέχεια ως ερμηνευτικά κλειδιά. Ας προσέξει ο αναγνώστης να μην αρκεστεί σε κοινότυπες αναλύσεις του τύπου ότι η ηρωίδα μας είναι διαταραγμένη προσωπικότητα, ή ότι η συγγραφέας γράφει παλαβομάρες και σουρεαλιστικά. Κοινότυπη θα είναι επίσης η σκέψη ότι ο κάθε φυσιολογικός άνθρωπος θ’ αντιστεκόταν στον παραλογισμό που ακολουθεί, ότι η Τίνα θα έπρεπε να σκεφτεί: «Καλέ, ποιος Χανς Κάστορπ;» και να ψυλλιαστεί πως δεν άκουσε καλά, πως θα της είπε Φρανς και όχι Χανς ο κομψός άντρας, Άστορ και όχι Κάστορπ. Ή, αλλιώς, ότι πρόκειται για συνωνυμία, ίσως και για απάτη -- ναι, διόλου απίθανο να προσέλαβαν κάποιον άφραγκο ηθοποιό για να προσφέρει ατραξιόν στους βαρεμένους επισκέπτες του ξενοδοχείου. Ή, αλλιώς…
   Όμως, όχι. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Η ηρωίδα μας, που κάτω στα πεδινά έχει σώας τας φρένας, παρά την τάση της να εισχωρεί στις ταινίες των άλλων --ή ίσως ακριβώς γι’ αυτήν--, παραδίδεται τώρα αμαχητί στην αλλόκοτη γοητεία ενός κόσμου εκ προοιμίου ρευστού, άχρονου και ερμητικού -- μα, διάολε! -- τι πιο φυσικό; Αφού βρίσκεται εδώ, στην πηγή του μυθιστορηματικού, του αυτούσιου, του πραγματικού, εδώ, με σάρκα και οστά, στο Μαγικό Βουνό -- τι πιο φυσικό απ’ το να παραδοθεί, ψυχή τε και σώματι, στους «εμείς εδώ πάνω»;

 

6. Συζητήσεις στο τραπέζι  

   «Ω, χαίρω πολύ, μεσιέ», ψέλλισε η νέα γυναίκα. «Τίνα Στασά», πρόσθεσε διστακτικά και του έτεινε το χέρι.

   Ο άντρας, αντί για την αναμενόμενη χειραψία, έφερε το χέρι της στα χείλη του και το φίλησε απαλά. «Ώστε ήρθες επιτέλους;» ψιθύρισε. «Τόσα χρόνια... Σε περίμενα....»
   Τι της έλεγε ο ανισόρροπος; Και όμως... Κάτι οικείο... Τον ήξερε από παλιά, ήταν σίγουρη. Όχι μ’ αυτό το πρόσωπο, το καθαρό και κλειστό με τα διάφανα μάτια και το λεπτό μουστακάκι, αλλά κάπως αλλιώς... Μια τρελή σκέψη...
   «Μπαμπά;....»
   «Κλάβντια!»
   Κάποιος ξερόβηξε δίπλα τους. Η Τίνα στράφηκε στους συνδαιτυμόνες της και καλησπέρισε ευγενικά. Ο Χανς Κάστορπ της κράτησε την καρέκλα για να καθίσει. Η πραγματικότητα κατακάθισε κι αυτή. Όλα ήταν στη θέση τους και το δείπνο συνεχίστηκε κανονικά. Οι συζητήσεις ξανάναψαν στην αίθουσα. Ηλιοκαμένοι νέοι άνθρωποι και των δύο φύλων ρίχνονταν στο φαγητό τους με όρεξη. Υπήρχαν και πιο ηλικιωμένα πρόσωπα, ανδρόγυνα, μια ολόκληρη οικογένεια με παιδιά που μιλούσε ρωσικά, έφηβοι. Οι περισσότεροι ήταν εύθυμοι – το πιθανότερο χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά μόνο επειδή δεν τους απασχολούσε άμεσα κάτι και επειδή ήταν όλοι μαζί. Μερικοί βέβαια κάθονταν στο τραπέζι με το κεφάλι στηριγμένο στα χέρια και κοίταζαν απλανώς ίσια μπροστά. Τους άφηναν να κοιτάζουν και κανείς δεν ασχολιόταν μαζί τους. Ευτυχώς, σκέφτηκε η Τίνα. Δεν είχε καμιά όρεξη για κουβεντούλα. Εξάλλου, δε ήξερε λέξη γερμανικά. Ήχοι ακατάληπτοι. Ευπρόσδεκτοι όμως. Ταιριαστή υπόκρουση στις σκέψεις που γυρόφερναν στο μυαλό της. Η δουλειά της. Ο πατέρας. Η έρευνα. Πώς να οργανώσει το χρόνο της εδώ πάνω; Ο χρόνος.... Η αίσθηση του χρόνου, και η παραίσθηση. Πώς να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο γοητευτικό άντρα στα αριστερά της; Ποιος ήταν;... Κάτι τρελό συνέβαινε εδώ...
   «Τι σημαίνει ‘baba’ στην όμορφη γλώσσα σου;» της ψιθύριζε τώρα εκείνος σε άπταιστα γαλλικά. «Γιατί με αποκάλεσες ‘baba’, Κλάβντια;»
   «Παρεξήγηση, μεσιέ» -- είχε νομίσει για μια στιγμή πως... μα τι παραφροσύνη! «Και δε με λένε Κλάβντια, ξέρετε, αλλά...»
   «Τί-ι-ινα! Oui, oui. Μ΄ αρέσει που κόντυνες το μαλλί σου, μ’ αρέσει που κόντυνες τ’ όνομά σου...»
   Ένα περίεργο ρίγος την διαπερνούσε. Η κούραση μάλλον. Το υψόμετρο. Ο δροσερός αέρας. Καμιά σχέση με τη ανάσα του στο αριστερό αυτί της. Μήπως είχε και πυρετό;
   «Σε αναγνώρισα αμέσως», της ψιθύριζε πάλι. «Μόλις μπήκες. Από τον ήχο της πόρτας. Θυμάσαι που την άφηνες πάντα να χτυπήσει;»
   «Θυμάμαι...»
   Ναι, θυμόταν η Τίνα. Την αινιγματική Ρωσίδα, που κατέφτανε μονίμως καθυστερημένη και χτυπούσε πίσω της την πόρτα με σαματά. Την έλεγαν Κλάβντια Σωσά. Φυσικά και θυμόταν τον σφοδρό πλην ανεκπλήρωτο έρωτα του Χανς Κάστορπ.
   «Φυσικά και θυμάμαι…» ξαναψιθύρισε, γέρνοντας το κεφάλι της ελαφρά, μέχρι να νιώσει τα χείλη του στο αυτί της και στα μαλλιά.
   Και το δείπνο τυλίχτηκε πια στο όνειρο, ένα όνειρο βασανιστικά αργό και αναπότρεπτα δρομολογημένο.
   Έξι πιάτα τους σέρβιραν συνολικά, με τους απίστευτα αργούς ρυθμούς που απαιτεί η υψηλή γαστρονομία, όπως την πληροφόρησε εμπιστευτικά πάλι στο αυτί ο Χανς. Κάθε πιατέλα παρουσιαζόταν δυο φορές – και όχι άσκοπα. Τα πιάτα γέμιζαν και ο κόσμος έτρωγε στα επτά τραπέζια -- στη θολωτή αίθουσα κυριαρχούσε λεόντεια όρεξη, μια βουλιμία που θα ήταν ευχάριστο να τη βλέπει κανείς, αν δεν έκανε μια εντύπωση απόκοσμη, ακόμα και αποκρουστική.
   Μα και οι συζητήσεις το ίδιο απόκοσμες και αποκρουστικές φάνηκαν στην Τίνα – κι ας τις παρακολουθούσε τώρα με κομμένη ανάσα, αφού ο Χανς της μετέφραζε τα πάντα ψιθυριστά στο αυτί, για να μη νιώθει αποκλεισμένη απ’ τη μικρή συντροφιά. Τι σχέση βέβαια με «συντροφιά» μπορούσαν να έχουν κουβέντες αναλυτικές και παθιασμένες για το αν το velouté-τάδε ήταν αρκετά βελούδινο στην υφή του, ή το Château-τάδε η ενδεδειγμένη επιλογή για να συνοδεύσει τα medallions-de-porc-avec-μπλαμπλά. Μέχρι και σε καυγά έφτασε η «συντροφιά» για το καυτό αυτό θέμα -- οι μεν να υποστηρίζουν πως το κρασί έβγαζε αρώματα βανίλιας και βατόμουρου, ως μη όφειλε για το συγκεκριμένο πιάτο, ενώ η αντίθετη άποψη ισχυριζόταν πως, nein, nein, ούτε καν βατόμουρο ή άλλο άρωμα ευχάριστο πλην αταίριαστο επί του προκειμένου, εδώ μάλλον κάτι από pipi de chat άφηνε στον ουρανίσκο ή chien mouillé ή άλλο εξίσου αποκρουστικό. Όχι, η αλήθεια είναι πως η Τίνα ποτέ της δεν κατάλαβε τη μανία των μεταμοντέρνων «συντροφιών» να αντιμετωπίζουν θέματα γαστρονομίας ως δείγμα ύψιστης πολιτιστικής εκλέπτυνσης και υπαρξιακού βάθους. Το αντίθετο∙ αρνιόταν να καταλάβει τι σχέση είχαν όλα αυτά με την οποιαδήποτε έννοια «συντροφιάς».
   Στράφηκε πάλι στον Χανς Κάστορπ εισπνέοντας το απείρως πιο ενδιαφέρον δικό του άρωμα καθώς πλησίαζε τα χείλη του στο αυτί της. Ναι, η Τίνα γνώριζε μέσα της πως περπατούσε ήδη σε μια ταινία βασανιστικά αργή, μεθυστικά γλυκιά και αναπότρεπτα δρομολογημένη.

7. Aμφιβολίες και σταθμίσεις

   Ο θάνατος του πατέρα μου ήταν μια αργή και βασανιστική εμπειρία που κράτησε κάπου δυο χρόνια. Κάθε λίγο και λιγάκι έμπαινε στο νοσοκομείο με μια κρίση που νομίζαμε ότι θα είναι η τελευταία του. Είχε καρκίνο, αλλά δεν ήταν αυτό το σημαντικό, αφού στην ηλικία του, όπως μας είπαν, δε θα προλάβαινε να τον σκοτώσει. Πιο σοβαρό ήταν το χαμηλό επίπεδο οξυγόνου στο αίμα του, που το μετρούσαν οι γιατροί μ’ ένα εξάρτημα σαν μανταλάκι στο δάχτυλό του, αλλά εμείς ξέραμε να το μετράμε εξίσου καλά παρατηρώντας τον, και σπάνια πέφταμε έξω: Όταν άρχιζε να μην αρθρώνει καλά και να μπερδεύει τη γλώσσα του, τότε το οξυγόνο είχε πέσει στο 85/100, όταν έχανε τον ειρμό του και έλεγε ασυναρτησίες, είχε πέσει στο 75/100, όταν σταματούσε στη μέση μιας φράσης γιατί τον είχε πάρει ο ύπνος, τότε είχε πέσει στο 65/100, και όταν ξεχνούσε να ξυπνήσει, ε, τότε τρέχαμε στο νοσοκομείο. Εκεί, του έβαζαν διάφορα σωληνάκια στη μύτη ή στο στόμα, και τον τρομπάραν με οξυγόνο μέχρι να επανέλθει. Άλλη μια νίκη. Άλλη μια συνάντηση με το Χάρο. Η ιστορία της ζωής του -- συνειδητοποίησα ξαφνικά, χαράματα δεύτερης μέρας στο Σατσάλπ, στριφογυρίζοντας άυπνη στο κρεβάτι μου --, μια ιστορία που ξεκίνησε τότε, πολύ παλιά, εδώ, στο Μαγικό Βουνό! Απ’ τα δεκάξι του έζησε με μισό πνευμόνι κατεστραμμένο, γι’ αυτό μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία για οξυγόνο στο τέλος και δεν πρόλαβε να τον σκοτώσει ο καρκίνος. Και αυτή η απλή, απλούστατη σκέψη, μου φάνηκε περίεργα αποκαλυπτική και ανακουφιστική μαζί -- σαν μια λεπτή χρυσή κλωστή να ένωνε το «τότε» με το τέλος του, και με το δικό μου «εδώ και τώρα».

   Κάθε φορά που ο πατέρας μου πήγαινε στον άλλο κόσμο, και γυρνούσε, έφερνε μαζί του μια σημαντική για κείνον αλήθεια, που πιεστικά ήθελε να την εκμυστηρευτεί. Άλλοτε ήταν λόγια που δεν είχαν ειπωθεί στον κατάλληλο χρόνο και αποδέκτη, άλλοτε αναμνήσεις και συμφιλιώσεις που έπρεπε κάπου ν’ αποτεθούν για να μην τις πάρει μαζί του, άλλοτε εντολές και οδηγίες για μένα, ένα είδος πατρικής φροντίδας που θα προστάτευε το αιώνιο παιδί του δεσμεύοντάς το και μέσα απ’ τον τάφο. Μια τέτοια στιγμή, θυμάμαι, στην Εντατική ήταν ακόμα και με το ζόρι έβγαινε η φωνή του, μου μίλησε για τη γυναίκα του. Τη μητέρα μου δηλαδή. Σε τόνο εμπιστευτικό, σαν να μονολογούσε, είπε πως ζήσανε αγαπημένοι, πως είχαν μια καλή ζωή μαζί και ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Τα πρώτα δέκα χρόνια ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της. Αλλά μετά… ε, έτσι είναι οι άντρες, έτσι είναι η φύση τους, ε… είχε και τις περιπέτειές του. Κάπως απολογητικός στο σημείο αυτό, γρήγορα όμως ανέκαμψε και πρόσθεσε δικαιωματικά: «Αλλά ποτέ μου δεν την εξέθεσα, ήμουν πολύ προσεκτικός. Δεν της έδωσα κανένα δικαίωμα και κανείς δεν κατάλαβε το παραμικρό!»

   Νομίζω πως για μια στιγμή τον μίσησα. Τι περίεργες αντιδράσεις έχει ένα αιώνιο παιδί, μια γυναίκα, μια κόρη. Δεν μπόρεσα να δω τον άνθρωπο, τον μελλοθάνατο. Ταυτίστηκα με τη σύζυγο και μητέρα -- τη μητέρα μου. Να, λοιπόν, μια εξήγηση για την σβησμένη παρουσία της στη ζωή μας, στη ζωή της, στη ζωή γενικά. Συμπόνεσα τη γυναίκα την προδομένη απ’ τον άντρα της, τον πατέρα μου, το ίνδαλμά μου, τον κακούργο... Πώς τολμούσε να καυχιέται με τόση σιγουριά ότι δεν πήρε είδηση εκείνη, λες κι ήταν και χαζή από πάνω. Προφανώς και διαισθάνθηκε τα πάντα. Προφανώς και προτίμησε ν’ αποχωρήσει ήσυχα, τόσο ήσυχα, από τόσο πολύ παλιά….

   Όμως τα χρόνια περνάνε. Οι γονείς μας φεύγουν απ’ τη ζωή. Kάποια στιγμή και οι δυο. Και τότε πεθαίνει μαζί τους το αιώνιο παιδί. Γίνεται πια άνθρωπος, σύζυγος, γονιός, μελλοθάνατος...

   Έτσι και η ηρωίδα μας σήμερα. Έχει συναίσθηση των πολλαπλών της ρόλων. Δεν είναι πια το αιώνιο παιδί κανενός. Έχει βιώσει τις πραγματικότητες του κάθε εαυτού της. Γυναίκα, σύζυγος, θνητή... Με ποιανού όμως θα ταυτιστεί; -- εύστοχα μπορεί ν’ αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Ποιον απ’ όλους τους εαυτούς της θα θεωρήσει «κακούργο», τώρα που περπατάει κι εκείνη στα βήματα του πατέρα; -- τώρα που θα χρειστεί κάποτε κι εκείνη ίσως να εκμυστηρευτεί στην πολυαγαπημένη κόρη, που μακάρι να έχει τότε κοντά της: «Ξέρεις, παιδί μου... με τον πατέρα σου ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι, ζήσαμε αγαπημένοι μια ζωή -- τα πρώτα δέκα χρόνια ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του, αλλά μετά… ε, μετά...» Δεν είναι κακούργα, αλλά πώς να εξηγήσει στο αιώνιο παιδί της πως, μετά... ε, έτσι είναι αυτά, ξέρεις, παιδί μου... μετά...

   Ε, εμφανίστηκε ο Χανς Κάστορπ!

8. Νύχτα της Βαλπούργης   

   Σ’ έναν τέλειο κύκλο, το ακραία παράλογο συναντιέται με τη λογική.
   Δίχως λοιπόν λόγια ή αναλύσεις...
   Τα χέρια τους συναντιούνται κάτω απ’ το τραπέζι, λουφάζουν εκεί, περιμένουν. Θα τελειώσει ποτέ αυτό το δείπνο; Ορίστε η tarte au chocolat. Υπομονή, λίγο ακόμα. Ορίστε και το φρούτο. Ο καφές. Το λικέρ... Επιτέλους. Gute Νacht, meine Damen. Gute Νacht, meine Herren. Ελεύθεροι! Ανεβαίνουν τις σκάλες. Βιαστικοί. Δωμάτιο 34, ή στο δικό μου; Κάπου. Όπου. Αγκαλιάζονται. Κλείδωσες την πόρτα; Όρθιοι, παραπατάνε, τα κορμιά τους ενωμένα. Μην ανάψεις φως, το φεγγάρι απέξω αρκεί. Τα χείλια της είναι καυτά. Νιώθει την έξαψή του μέσα απ’ τα ρούχα. Οι ανάσες τους. Οι γλώσσες παλεύουν. Το σάλιο τους είναι γλυκό. Και μονομιάς, όπως στις ταινίες ή στα όνειρα, τη σηκώνει στα μπράτσα του και τη στριφογυρίζει γύρω γύρω. Μηδέν βαρύτητα. Πετάει ή πέφτει; Πάνω ή κάτω; Προσγειώνονται στο κρεβάτι, βαρύς, πάνω της αυτός. Φιλιούνται. Καταβροχθίζονται. Είναι γυμνοί ξαφνικά. Τα ρούχα τους αυτοκαταστράφηκαν, δεν έχει ιδέα πώς. Λιώνει ή εξανεμίζεται; Μπαίνει μέσα της, ένα ουρλιαχτό. Τον σφίγγει, τον ρουφάει με δίψα. Πιο δυνατά!
   Έμειναν για ώρα μετά σιωπηλοί. Λαχανιασμένοι, δίπλα-δίπλα, λίγο τρεμουλιαστοί. Της χαϊδεύει τα μαλλιά. Η Τίνα έχει δάκρυα στα μάτια. Ίσως και ο Χανς. Δεν τον κοιτάζει. Νιώθει μπερδεμένη. Η ένταση της ηδονής είναι πρωτόγνωρη για κείνη. Η ζωική ορμή, η τρυφερότητα, η έλξη. Και όμως... Τόσα ερωτηματικά. Κάθε φορά που τον συναντούσε ως αναγνώστρια, όλο και περισσότερες απορίες της γεννούσε. Τον συμπαθούσε ή όχι; Τον εκτιμούσε; Ήταν ή δεν ήταν ένας κενός εκπρόσωπος της τάξης του και της εποχής του -- με τη χαρακτηριστική οκνηρία αυτών που θεωρούν την εργασία ενοχλητική παρεκτροπή, με τη μονομανία του για τα εκλεκτά πούρα Μαρία Μαντσίνι, με τον ελιτίστικο συντηρητισμό του -- εκείνος δεν είχε ξεστομίσει την αμίμητη ατάκα ότι ένας κύριος πρέπει πάντα να φοράει καπέλο, για να έχει κάτι να βγάζει όταν το απαιτεί η περίσταση; Γελοίος! Άτομο νωθρό και εγωκεντρικό. Μειωμένης τελικά νοημοσύνης και ευαισθησίας. Απ’ την άλλη όμως… Εκείνος, δεν ήταν που με τον ευγενικό και διστακτικό του τρόπο, καταστρατήγησε όλες τις νόρμες της ετικέτας «εκεί πάνω»; Εκείνος που δυσανασχέτησε με την αδιαφορία τους, που επέμεινε να κοιτάξει κατάματα το θάνατο και να συμπαρασταθεί στον πόνο των συνανθρώπων του; Εκείνος που διατηρώντας το καθαρό του βλέμμα κατάφερε να αντισταθεί στη δικτατορία των «εδώ πάνω» και να φύγει για ν’ αγωνιστεί ηρωικά για ό,τι πίστευε ιερό; Εκείνος. Ποιος δηλαδή; Τελικά τι είστε κύριε Κάστορπ; Μπορώ να σας αγαπήσω; Να σας εμπιστευτώ; Να μην απαγοητευθώ;
   «Τα πράγματα είναι απλά, Τίνα, τι δεν καταλαβαίνεις;»
   Την ξάφνιασε η φωνή του. Ώστε τόση ώρα την άκουγε; Δεν είχε συναίσθηση ότι μιλούσε δυνατά.
   «Όπως ο πατέρας σου, έτσι κι εγώ. Ο θάνατος σε κάνει πιο σοφό, γλυκειά μου».
   Τι είπε;... Πώς ήξερε για τον πατέρα της;
   «Ένα απροβλημάτιστο παιδαρέλι ήταν κι αυτός, όταν πρωτοήρθε εδώ πάνω. Η ζωή ένα ατελείωτο γλέντι για μας τους νέους, άμα είμαστε τυχεροί...»
   Δηλαδή... Είχε γνωρίσει τον πατέρα της; Τότε; Εδώ; Πώς...
   «Γιατί σου φαίνεται τόσο παράξενο; Την ίδια εποχή περίπου βρισκόταν εδώ και ο Τόμας Μαν».
   «Ναι, αλλά εσύ... εσύ...» -- ούτε ν’ αρθρώσει δεν μπορούσε η Τίνα απ’ το σοκ της.
   Στο σημείο αυτό, ο Χανς, με την ωριμότητα της νεανικής ορμής που παραμένει αγέραστη στους αιώνες, επέβαλε ένα μικρό τάιμ άουτ, που ξεκίνησε μ’ ένα χάδι κι ένα φιλί και κατέληξε λίγο-πολύ όπως και πριν -- έρωτας παθιασμένος και τρυφερός, αλλά ακόμα πιο ζωικός και μια ιδέα απελπισμένος. Αυτή τη φορά κανείς τους δεν ντράπηκε να εξερευνήσει, να κυριεύσει, να παραδοθεί, ούτε και νοιάστηκε να καταπιέσει κραυγές ή μουγκρητά, να κρύψει δάκρυα συγκίνησης και δέους, δάκρυα ευγνωμοσύνης για τη ζωή.
   Όταν πέρασε το κύμα, ο Χανς ξανάπιασε την κουβέντα, ψιθυρίζοντάς της στόμα με στόμα, σαν να μετάγγιζε την πνοή του:
   «Εδώ στο Μαγικό Βουνό, συνταραχθήκαμε βαθιά για πρώτη φορά, κοιτάξαμε μέσα μας και γύρω μας με μάτια ορθάνοιχτα, και σιγά σιγά ξεφορτωθήκαμε τα περιττά, κρατήσαμε ό,τι ήταν πιο ιερό και αληθινό -- αλλιώτικα ίσως ο έφηβος Έλληνας το 1925, αλλιώτικα ο εικοσιτετράχρονος Γερμανός στο ξέσπασμα του πρώτου πολέμου. Κι εσύ, Τίνα, τη δική σου πορεία θ’ ακολουθήσεις, θα δεις, δε γίνεται αλλιώς».
   Δεν καταλάβαινε... Σε ποιο χρόνο συναντήθηκαν και οι δυο εδώ... 
   «Ο Τόμας Μαν, Τίνα, συγκεντρώσου λιγάκι! Εκείνος συνάντησε τον πατέρα σου, όχι εγώ. Θα πρέπει μάλιστα να τον γνώρισε αρκετά καλά, αφού ερχόταν συχνά εδώ πάνω για να γράψει και να στοχαστεί, εκείνα τα χρόνια που η γυναίκα του νοσηλευόταν σε ένα σανατόριο πιο χαμηλά στην πεδιάδα....»
   Δεν καταλάβαινε, όχι, δεν καταλάβαινε η Τίνα!
   «Και σίγουρα θα εντυπωσιάστηκε απ’ το πείσμα του νεαρού Έλληνα και τη θέλησή του για ζωή και για αλήθεια...»
   Διάολε! Δεν την ενδιέφερε ο Τόμας Μαν. Εκείνη τον Χανς αγαπούσε! Σε ποιο χρόνο συναντήθηκε δηλαδή με τον πατέρα της;
   Διστακτικά, μαλακά, σαν να μιλάει σε μικρό παιδί:
   «Στο δικό μου χρόνο φυσικά, στον μυθιστορηματικό χρόνο». Και, ακόμα πιο μαλακά: «Αλλά μη νομίζεις ότι σε παραπλάνησα με ψέματα, αντίθετα. Η μυθοπλασία αναδεικνύει την πραγματική αλήθεια».
   Σοφιστείες! Μια καθαρή απάντηση ζητούσε επιτέλους: Συναντήθηκαν με τον πατέρα της -- ναι ή όχι;
   Ο Χανς κούνησε το κεφάλι του λυπημένος θαρρείς με τη στενοκεφαλιά των θνητών που τόσο δυσκολεύει τη ζωή τους:
   «Όχι», είπε. «Όχι εγώ. Ο συγγραφέας συνάντησε τον πατέρα σου και ύστερα εμπνεύστηκε εμένα...»
   Έμοιαζε αλλιώτικος ξαφνικά, πιο γεμάτος, ντυμένος τώρα με σκούρο κοστούμι και γραβάτα και μ’ ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο.
   «Εγώ είμαι ο πατέρας σου, βλέπεις».
   Και μ’ ένα φιλί στα δυο της μάγουλα, έφυγε αθόρυβα απ’ το δωμάτιο 34 και την άφησε μόνη.

_____________________

Σημείωση:
▪ Ο Ευάγγελος Αβέρωφ νοσηλεύτηκε στο Σανατόριο Σατσάλπ από 17-06-1925 έως 23-05-1927
▪ Τα αποσπάσματα με πλάγια γραμματοσειρά, καθώς και οι τίτλοι των υποκεφαλαίων είναι δανεισμένα από το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν (μετάφραση Θ. Παρασκευόπουλου, εκδ. Εξάντας).