Είναι λίγοι οι άνθρωποι που στη διάρκεια μιας ζωής καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα τόσο πλούσιο και πολυδιάστατο έργο, όπως εκείνο που άφησε πίσω του ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας. Λίγοι αυτοί που προλαβαίνουν να αγωνιστούν για τόσες υποθέσεις, να παθιαστούν με τόσα μεράκια, να γευτούν τόσες εμπειρίες και να ζήσουν την ευόδωση των κόπων τους σε τόσους διαφορετικούς τομείς.
Πολιτικός στο προσκήνιο των ιστορικών εξελίξεων που σημάδεψαν τον τόπο του για πάνω από μισό αιώνα, συγγραφέας βραβευμένος για το επιστημονικό του έργο, πολυμεταφρασμένος λογοτέχνης που ασχολήθηκε με όλα τα είδη του έντεχνου λόγου, παθιασμένος συλλέκτης και δημιουργός δύο μουσείων με ανεκτίμητους θησαυρούς, ο Αβέρωφ ήταν επίσης λάτρης της γης, γεωργός, οινοπαραγωγός και εμπνευστής ενός τεράστιου έργου κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης στην ιδιαίτερή του πατρίδα, το Μέτσοβο. Αναρωτιέται κανείς πότε τα πρόλαβε όλα αυτά. Ποια δύναμη ζωής ωθούσε τον άνθρωπο αυτό που στα 80 του χρόνια απαντούσε ακόμα: «Άμα γεράσω, τότε θα γράψω για τη ζωή μου». Και δεν αστειευόταν. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, αν και συγγραφέας, άφησε πίσω του ελάχιστα κείμενα αυτοβιογραφικά. Φαίνεται πως στ' αλήθεια δεν πρόλαβε να γεράσει. Πέθανε 82 χρονών, γεμάτος οράματα και δίψα για ζωή.
Το περίεργο είναι (και το ελπιδοφόρο συνάμα για μας τους νεότερους που συχνά κατατρυχόμαστε από την αγωνία του χρόνου), ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου του ο Αβέρωφ το δημιούργησε κατά το δεύτερο μισό της ζωής του. 'Ηταν ήδη τριάντα οκτώ χρονών όταν εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής, σαράντα ένα όταν ανέλαβε το πρώτο του υπουργείο, σαράντα οκτώ όταν πρωτοεκλέχτηκε με τον Καραμανλή. 'Ηταν σαράντα ετών όταν έγινε για πρώτη φορά πατέρας, σαράντα έξι όταν εγκαινιάστηκε το πρώτο του μεγάλο έργο στο Μέτσοβο, και πενήντα έξι όταν εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα και πρωτοεμφανίστηκε ως λογοτέχνης. Πάρα πολύ αργά θα 'λεγε κανείς, για να ξεκινήσει μια τόσο μακριά και πολυδιάστατη πορεία.
Αν όμως οι καρποί της δημιουργίας γεννήθηκαν στα χρόνια της ωριμότητας, οι σπόροι αναμφισβήτητα είχαν τεθεί από πολύ πιο παλιά. Στα πρώτα σαράντα χρόνια λοιπόν, αυτά που σπάνια αναφέρονται στα άρθρα που εστιάζουν κυρίως στο έργο του Αβέρωφ, θα πρέπει ίσως να ανιχνεύσουμε τις αιτίες, τις ρίζες, τη σταδιακή καλλιέργεια του εδάφους που αργότερα θα έφερναν την άνθηση και την ταυτόχρονη σχεδόν πυρετική καρποφορία.
...
Ο Ε. Αβέρωφ γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1908. Ήταν το τρίτο παιδί του Αναστάση Αβέρωφ και της Ευθυμίας Παπασίμου.
Η οικογένεια του πατέρα του ήταν ευκατάστατη, με μεγάλες εκτάσεις γης στην Εύβοια και μακριά παράδοση στην πολιτική1. Τόσο τα μεγαλύτερα αδέρφια του Αναστάση, όσο κι ο πατέρας και ο παππούς του (μεγαλύτερος αδερφός του ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ), ήταν για χρόνια εκλεγμένοι βουλευτές Χαλκίδας στη Βουλή της ελεύθερης Ελλάδας και η οικογένεια μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στα κτήματα της Εύβοιας και τα κοσμοπολίτικα σαλόνια της πρωτεύουσας. Ο ίδιος ο Αναστάσης, αν και διετέλεσε βουλευτής για ένα χρόνο περίπου, φαίνεται πως προτίμησε τη ζωή τού «φωτισμένου γαιοκτήμονα». Σπούδασε γεωπόνος στη Γαλλία και παρά τις πιέσεις του Γεωργίου Αβέρωφ να αναλάβει τη διαχείριση των κτημάτων του στην Αίγυπτο, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου αντάλλαξε το μερίδιό του στα κτήματα της Εύβοιας και αγόρασε κάπου δέκα χιλιάδες στρέμματα στη Λάρισα, τα οποία και βάλθηκε να καλλιεργεί με τρόπο πρωτοποριακό για την εποχή.
Ο μπαρμπα-Αναστάσης ήταν λεβέντης. Έτσι τον περιγράφουν όλοι όσοι τον πρόλαβαν. Περήφανος και γοητευτικός, αγαπούσε το γέλιο και την καλοπέραση, και ήταν μνημειώδη τα αστεία που σκάρωνε σε βάρος των φίλων και γνωστών του. Όπως κάποτε που μάζεψε με τους φίλους του όσες περισσότερες χελώνες μπορούσε να βρει, και αφού εκπαίδευσε τη μια να διανύσει την απόσταση από το νεκροταφείο ως την πλατεία του χωριού, στερέωσε από ένα κερί στην καθεμιά και, λίγο πριν την Ανάσταση, ξαμόλησε την εκπαιδευμένη χελώνα –από πίσω κι οι άλλες– κι έτσι έντρομοι όλοι στο χωριό είδαν μια πομπή με αναμμένα κεριά να ανεβαίνει από το νεκροταφείο την ώρα της Ανάστασης. Μνημειώδης ήταν επίσης ο αυταρχικός του τρόπος και τα αυθαίρετα πολλές φορές ξεσπάσματά του. Ο μπαρμπα-Αναστάσης είχε την ικανότητα να σε κατακεραυνώνει με μια ματιά, με μια κουβέντα, μ' ένα ακαριαίο ξέσπασμα θυμού. Όχι πως ήταν άνθρωπος άδικος ή κακός. Το αντίθετο. Χάριζε εύκολα την εμπιστοσύνη του στους άλλους. Ήταν αυθόρμητος και ακέραιος χαρακτήρας, ένας καλός, ευθύς άνθρωπος. Η διαλλακτικότητα όμως δεν ήταν ανάμεσα στα προτερήματά του.
Τα τρία παιδιά, η Μίκα, ο Μιχάλης και ο Ευάγγελος, μεγάλωσαν στα Τρίκαλα. Εκεί έβγαλε ο Ευάγγελος το Δημοτικό και τις δύο τάξεις του Ελληνικού2. Αν και η οικογένεια ήταν πλούσια για τα μέτρα της εποχής, οι αξίες και οι ευρύτερες οικονομικές συνθήκες δεν ευνοούσαν μια ζωή επιδεικτικής χλιδής και τα παιδιά μεγάλωσαν σε μια σχετική λιτότητα. Σπατάλες λιγοστές (εξόν της ελβετίδας νταντάς που φρόντιζε για τη γαλλομάθεια των παιδιών), κρέας δυο φορές την εβδομάδα, Πέμπτες και Κυριακές (παρά τις αντιρρήσεις της γιαγιάς πως έτσι κακομαθαίνουν τα παιδιά αφού ο πολύς κόσμος τρώει κρέας μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα) και μετά το σχολείο και τα διαβάσματα, αγροτικές εργασίες στα κτήματα για να μάθουν τ' αγόρια από δουλειά, να μάθουν να σέβονται τη γη που τους θρέφει.
Οι πρώτες παιδικές αναμνήσεις ανάκατες: ο στρατός να γυρνάει νικηφόρος απ' τους Βαλκανικούς πολέμους, η μυρουδιά της φρεσκοσκαμμένης γης, το θαύμα να βλέπεις να μεγαλώνει από σπόρο δεντράκι, οι παρέες, τ' άλλα παιδιά πλούσια και φτωχά, στο σχολείο, στα παιχνίδια, στο δρόμο μέχρι να βραδιάσει. Κι ύστερα, η σκιά του μεγάλου πολέμου, ο εθνικός διχασμός….
Προφανώς για να εγχαράξει ακόμα βαθύτερα στις παιδικές ψυχές την αξία της λιτότητας και της σκληρής δουλειάς, ο πατέρας τούς είχε πείσει πως η οικογένεια δεν είχε πολλά λεφτά, πως είναι μάλιστα φτωχοί και πως οι όποιες ανέσεις απολαμβάνουν, οφείλονται σε δανεικά λεφτά που τους δίνουν οι άλλοι. Τα παιδιά τον πίστεψαν.
Τα καλοκαίρια στο Περτούλι, στο αρχοντικό των Χατζηγακαίων, σόι της μάνας, τ' αγόρια αλώνιζαν ολημερίς στα μεγάλα δάση, κυνηγώντας με τα όπλα που ο πατέρας τούς έμαθε να χειρίζονται από δώδεκα ετών, για να είναι σκληραγωγημένοι και ικανοί να τα βγάλουν πέρα σε μια σκληρή ζωή με χίλιους κινδύνους. «Δεκαπέντε χρονών σκότωσα λύκο», θυμάται με κάποια συγκίνηση μισό αιώνα αργότερα ο Ευάγγελος. Η ληστεία ήταν ακόμα σε έξαρση τότε. Όταν γυρνούσαν απ' το Περτούλι στο τέλος του καλοκαιριού, όριζαν κάποια μέρα κοινή και μαζεύονταν πολλές οικογένειες μαζί για να κάνουν το μεγάλο ταξίδι με τα ζώα και τους συνόδευαν χωροφύλακες. Μια χρονιά μάλιστα, τους έστησε καρτέρι ο φοβερός λήσταρχος Τζατζάς. Εκείνοι τη γλύτωσαν μόνο και μόνο γιατί τελευταία στιγμή ανέβαλαν το ταξίδι λόγω αρρώστιας του μεγάλου αδερφού. Οι ληστές έπιασαν το θείο της μάνας, το Σωτήρη Χατζηγάκη, που ήταν γερουσιαστής του Βενιζέλου και έγινε επεισόδιο μεγάλο μέχρι να τον ελευθερώσουν.
...
Το 1920, η οικογένεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Η κόρη μεγάλωνε, τ' αγόρια έπρεπε να τελειώσουν το σχολείο και μετά να σπουδάσουν. Εγκαταστάθηκαν στο παλιό σπιτικό του προπάππου Αυγερινού, στην οδό Αμερικής 19. Ο πατέρας πηγαινοερχόταν στα κτήματα, στη Λάρισα.
Τα αγόρια γράφτηκαν στη Βαρβάκειο. Φημισμένο σχολείο σε κακόφημη γειτονιά. Καινούργιες εμπειρίες, καινούργιες παρέες. Διαφορετικές οι αναμνήσεις εκείνων των νεανικών χρόνων στην πρωτεύουσα. Στιγμές έξαρσης και μέθης. Κλαίγοντας και ζητωκραυγάζοντας μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, ο βασιλιάς Αλέξανδρος να μπαίνει στο Στάδιο ντυμένος στα άσπρα σαν αρχάγγελος και δίπλα του ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Κι ύστερα κλαίγοντας ξανά το '22 με τη φρίκη της Μικρασιατικής Καταστροφής, την καταφρόνια, τη ντροπή και το μαύρο κύμα της προσφυγιάς. Αγαπώντας κάθε φορά με μεγαλύτερο πάθος τον τόπο αυτό, τη γη αυτή της οδύνης.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την πολιτική. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο ή αφορμή, χωρίς καν συνείδηση αρχικά, όπως έλεγε ο ίδιος ο Αβέρωφ. Θα έπαιξαν ίσως ρόλο οι μνήμες του πολέμου και του εθνικού διχασμού, η αίσθηση της εθνικής υπερηφάνειας και του χρέους προς την πατρίδα, η Μεγάλη Ιδέα. Θα έπαιξε επίσης ρόλο η συναίσθηση της ιστορικής συνέχειας, η κληρονομιά του ονόματός του, το χρέος του πιο τυχερού προς εκείνους που ευνοήθηκαν λιγότερο από τη μοίρα. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ θυμάται ότι θαύμαζε από μικρός όσους ασχολούνταν με τα κοινά και πίστευε πως αυτή ήταν δίχως αμφιβολία η ευγενέστερη και ωραιότερη απασχόληση στη ζωή.
Το πολιτικό προσκήνιο στην οικογένεια δεν ήταν ξεκάθαρο. Ο μπαρμπα-Αναστάσης, ο πατέρας, ήταν βασιλόφρονας. Είχε εκλεγεί βουλευτής με το Βενιζέλο το 1910, αλλά γρήγορα διαφώνησε μαζί του για το θέμα της βασιλείας. Η μητέρα δεν ανακατευόταν με την πολιτική, προερχόταν όμως από οικογένεια Βενιζελικών. Πιο ενεργά αναμειγμένος στα κοινά ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του πατέρα, που είχε συμμετάσχει και στην προσωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου το '17.
«Εγώ ήμουν βενιζελικός με απόκλιση Παπαναστασίου», περιγράφει ο Αβέρωφ τον εαυτό του εκείνων των χρόνων. Δεκατεσσάρων χρονών πήγε και γράφτηκε στη νεολαία της Δημοκρατικής Ένωσης. «Έγινα το χαϊδεμένο παιδί της Νεολαίας και είχα για χρόνια το Παπαναστασίου σαν Δάσκαλο και μέντορά μου». Θυμάται ολοκάθαρα την 25η Μαρτίου του 1924, όταν τους κάλεσαν στα γραφεία της Δημοκρατικής Ένωσης, στην οδό Ακαδημίας και Κοραή, και αφού έβγαλε ο Χατζηκυριάκος έναν πύρινο λόγο κατά της βασιλείας, περπάτησαν όλοι μαζί ως την Παλαιά Βουλή, φωνάζοντας και παραληρώντας. Εκεί λίγο αργότερα, στη 1.20 το μεσημέρι, βγήκε ο πρόεδρος της Συνέλευσης και ανήγγειλε την έκπτωση του Γεωργίου Β' και την ανακήρυξη της Αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Στο σχολείο ο Αβέρωφ ήταν καλός μαθητής, ιδίως στην Έκθεση, και είχε πάθος πραγματικό με τη Χημεία. Αυτό δεν τον εμπόδισε από το να παίρνει αποβολές μια και δυο φορές το χρόνο, ενώ στην τελευταία τάξη κόντεψαν να τον αποβάλουν για τρεις βδομάδες από τα μαθήματα. Ήταν ζωηρός, απείθαρχος με τους καθηγητές που δεν εκτιμούσε και του άρεσε να σκαρώνει αστεία σε βάρος τους. Όπως κάποτε σε μια σχολική εκδρομή, που ξύπνησε τον καθηγητή μες στη νύχτα προκειμένου να επιληφθεί ενός άρτια σκηνοθετημένου επεισοδίου «υπνοβασίας».
Ολιγόλογος ως προς τις νεανικές του τρέλες, ο Αβέρωφ αρκείτο να πει πως ήταν «ρέμπελος» και «χαμένο κορμί». Το πολύ να παραδεχόταν κάπως αόριστα πως είχε ανακαλύψει τις διασκεδάσεις και τα ξενύχτια – γυναίκες, ποτό και χαρτοπαιξία. Θυμόταν πως μια φορά είχε έρθει στο σχολείο κατευθείαν από ολονύκτιο γλέντι. Κάθισε όλη μέρα στην τάξη κουκουλωμένος στο παλτό του, παρά τις προτροπές του καθηγητή πως έκανε ζέστη. Από κάτω, δεν ήταν διόλου κατάλληλα ντυμένος για την περίσταση, και φοβόταν μην προδοθεί.
«Η μητέρα μου ήταν αγία», έλεγε ο Ευάγγελος Αβέρωφ όποτε αναφερόταν στην κυρία Ευθυμία. Ήταν γνωστή η αγάπη και ο θαυμασμός που έτρεφε για κείνην. Ακόμα και στις εποχές των πιο βαριών υπουργικών του καθηκόντων, δεν παρέλειπε να την επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά, ως το τέλος της μακριάς ζωής της (πέθανε 96 ετών, το 1973). Και φαίνεται πως πέρα από τον ιδιαίτερο δεσμό που συνέδεε τη μητέρα με το μικρότερο γιο της, υπήρχαν πολλοί λόγοι για να θαυμάζει κανείς την κυρία Ευθυμία.
Άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί, που την γνώρισαν σε διαφορετικές στιγμές και φάσεις της ζωής της, περιγράφουν την Ευθυμία Αβέρωφ με σπάνια ομοφωνία ως «άξια», «ικανή», «τετραπέρατη», «πολυμήχανη», «διπλωμάτισσα», «ευφυεστάτη», «κατορθωματική», «επίμονη» και καμιά φορά γκρινιάρα, προκειμένου να πετύχει το σκοπό της. Εκείνη ήταν το μυαλό της οικογένειας, κατά κοινή ομολογία όσων την ήξεραν. Σαν καλή σύζυγος όμως, φρόντιζε να καλύπτει την ευφυΐα της και να αφήνει στον άντρα της τον πιο περίοπτο ρόλο του Αρχηγού της οικογένειας –με κεφαλαίο μάλιστα Α. Υποταγμένη επιφανειακά και καλόβολη μέσα στη συζυγική σχέση, καθοδηγούσε διακριτικά απ' τα παρασκήνια, συγκρατώντας τον άντρα της από επιπόλαιες εκτιμήσεις, ενέργειες ή επενδύσεις. Και όταν αποτύχαινε να τον συγκρατήσει έγκαιρα, πάλι εκείνη «μάζευε τα κομμάτια» εκ των υστέρων – όχι πάντα τόσο διακριτικά. Λέγεται ότι κάποτε έφτασε μέχρι τον πρωθυπουργό της Ελλάδας προκειμένου να ακυρωθεί κάποιο προσύμφωνο πώλησης που είχε υπογράψει ο Αναστάσης για τα κτήματα στη Λάρισα. Απειλούσε μάλιστα πως δε θα το κουνούσε απ' το γραφείο τού πρωθυπουργού, μέχρι να πει στον υπουργό του να βγάλει ειδικό διάταγμα που να ρυθμίζει την υπόθεσή της. Δεν είναι γνωστό αν η Ευθυμία κράτησε την απειλή της προς τον πρωθυπουργό, είναι σίγουρο όμως πως αν η οικογένεια Αβέρωφ κράτησε ένα μέρος της περιουσίας της, αυτό οφείλεται κατά πολύ στην «κατορθωματικότητα» της κυρίας Ευθυμίας.
Το ίδιο και η ενότητα της οικογένειας. Εκείνη «μάζευε τα κομμάτια» όταν ο μπαρμπα-Αναστάσης όξυνε τις σχέσεις του με τα παιδιά – πράγμα που συνέβαινε όλο και πιο συχνά από τη στιγμή που έφτασαν τα παιδιά στην εφηβεία. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες ήταν οι συγκρούσεις με το μεγάλο γιο, τον Μιχάλη, που εκείνος έμοιαζε περισσότερο στον πατέρα του, τόσο στον ορμητισμό και τη λεβεντιά όσο και στην αδιαλλαξία.
«Ο αδερφός μου ήταν λεβέντης», μου ψιθύρισε κάποια μέρα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, θα ήταν ένα ή δυο χρόνια πριν πεθάνει. Ήταν βαριά άρρωστος, σε μια από κείνες τις αναπνευστικές κρίσεις που στα τελευταία χρόνια της ζωής του τον έστελναν κάθε τόσο στην Εντατική. Κάθε φορά νομίζαμε πως ήταν η τελευταία. Και κάθε φορά τύχαινε να μου εκμυστηρευτεί μια σημαντική για κείνον αλήθεια. Εκείνη τη μέρα μου μιλούσε για τον μεγάλο του αδερφό: «Να τον έβλεπες πώς καβαλίκευε... Καμαρωτός πάνω στ' άλογο… Σ' όλα του ήταν λεβέντης. Τον θαύμαζα και ήμουν περήφανος που ήταν αδερφός μου. Δεν του το είπα ποτέ».
Κι όμως είναι βέβαιο πως ο Μιχάλης το ήξερε. Όπως το ήξερε και ο Ευάγγελος ότι ο Μιχάλης με τη σειρά του θαύμαζε τη διαλλακτικότητα και την «κατορθωματικότητα» του μικρού αδερφού. Όπως το ήξερε και η αδερφή τους, η Μίκα, το ήξεραν και τα τρία αδέρφια πως υπήρχε ανάμεσά τους μια αγάπη ασυνήθιστα στέρεη και δυνατή.
«Ο Βαγγέλης ήταν πραγματικός δημοκράτης», έλεγε η Μίκα, καμαρώνοντας με την καρδιά της για το μικρό αδερφό. «Θυμούμαι πως κάποτε του έφεραν δώρο μια πολύ ωραία τσάντα από το εξωτερικό. Δερμάτινη, για το σχολείο. Ο Βαγγέλης όμως δεν την ήθελε. "Πώς θα 'χω εγώ καλύτερη σάκα από τους συμμαθητές μου;" έλεγε, "Τέτοια πολυτέλεια και να με βλέπουν τ' άλλα παιδιά;" Δεν την χρησιμοποίησε ποτέ. Δεν ήθελε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Και μετά, όταν ήρθαμε στας Αθήνας, ήθελε να συχνάζει σε μέρη όπου πήγαινε ο απλός κόσμος. Έτρωγε αυτήν την περίφημη "μπογάτσα" σε κάτι καφενεία όπου πηγαίνουν οι εργάτες – ήταν και λαίμαργος, βλέπεις. Ο πατέρας αγρίευε: "Τι ζητάς εσύ σε τέτοια μέρη;" του φώναζε».
Όμως ο Ευάγγελος είχε αποφασίσει πως ήταν πια καιρός να ξεφύγει από την πατρική πίεση. 'Ετσι άκουγε με σεβασμό τον μπαρμπα-Αναστάση, καμιά φορά επιχειρηματολογούσε, κι ύστερα έκανε το δικό του. Κρυφοκαμάρωνε μάλιστα που οι γονείς του δεν μπορούσαν «να τον κάνουν καλά». Καμάρωνε και η Μίκα πολλά χρόνια αργότερα καθώς διηγιόταν: «Μόνο εκείνος κατάφερε να κόψει το νήμα με τέτοιο τρόπο. Με την πειθώ περισσότερο παρά με την επανάσταση. Ήταν διπλωμάτης ο Βαγγέλης, όπως κι η μητέρα».
Και είχε δίκιο. Σε κάθε στιγμή της ζωής του, παντού και πάντοτε, ο Ευάγγελος Αβέρωφ ήταν πρώτα απ' όλα διπλωμάτης – γεννημένος διπλωμάτης. Σαν γιος, σαν αδερφός, σαν πατέρας, σαν φίλος, θείος ή σύζυγος και φυσικά σαν πολιτικός. Δεν ήταν κάτι το ψεύτικο ή επίκτητο. Πήγαζε βαθιά από μέσα του, η ανάγκη να μεσολαβήσει, να βρει τις ισορροπίες, να συλλάβει τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά, έτσι ώστε να συμβιβαστούν οι επί μέρους απόψεις, να λυθούν οι συγκρούσεις, ή έστω να προσπεραστούν, προκειμένου να επιτευχθεί ο κοινός στόχος. Πάνω απ' όλα ο κοινός στόχος: η Ελλάδα, η οικογένεια, ο άνθρωπος, η αγάπη, η προκοπή. Ο όποιος κοινός στόχος. Αυτός που πάντοτε βρίσκεται, άμα κοιτάζει κανείς τα πράγματα από κείνη τη σκοπιά την πιο πλατιά, την πιο μακρινή, την πιο σφαιρική, που δεν σκοντάφτει σε μικροδιαφορές και σε ορίζοντες περιορισμένους από τη στενότητα της οπτικής γωνίας. Και άμα –σπάνια και θλιβερή στιγμή – δεν υπάρχει ή δεν βρίσκεται ο κοινός στόχος, τότε είναι και πάλι η ώρα για τη σκοπιά εκείνη την πιο πλατιά, ακόμα πιο επιτακτικά τώρα, όχι πια για να βρεθούν οι ιδανικές λύσεις, αλλά για να διασωθεί ό,τι καλύτερο μπορεί να διασωθεί μέσα απ' την Τέχνη του Εφικτού.
Την εποχή του θέρους μαζεύονταν στη Λάρισα εργάτες από άλλα μέρη της Ελλάδας κι από την Αλβανία. Πολλοί απ' αυτούς έμεναν στο κτήμα ένα-δυο μήνες, μέχρι να βγει η δουλειά. Κοιμούνταν όλοι μαζί σ' ένα μεγάλο στέγαστρο. Ο Ευάγγελος, που βοηθούσε κι αυτός στα κτήματα και είχε απόψεις για το καθετί, είχε βάλει σκοπό να πείσει τον πατέρα του να φτιάξει ένα πιο άνετο κατάλυμα για τους εργάτες. «Δε βγάζω τόσα χρήματα για να τους έχω στα λούσα», απαντούσε εκείνος. Και άρχιζε τις ιστορίες απ' τα δικά του χρόνια, όταν οι κολλήγοι ζούσαν σε καλύβες δίχως τζάμια και έφραζαν με χορτάρια τα παράθυρα ώστε να κόβει κάπως το κρύο. Και άμα τους ψοφούσε το ένα ή τα δυο τους βόδια, ο ιδιοκτήτης μπορούσε αν ήθελε να τους πετάξει στο δρόμο, γιατί δικιά του ήταν η γη και το χωριό και οι καλύβες, και οι κολλήγοι πλήρωναν σε κείνον το ένα τρίτο της σοδειάς τους. Δε συμφωνούσε μ' αυτά ο Αναστάσης. Ούτε συνέβαιναν στα δικά του κτήματα στη Λάρισα, που τα 'φτιασε με τρόπο πρότυπο εξαρχής κι ήταν απ' τα λεγόμενα «αυτοκαλλιεργούμενα» κτήματα – δίχως κολλήγους δηλαδή, αλλά με εργάτες πληρωμένους με μισθό. 'Ομως έτσι ήταν παλιά ο κόσμος. Κι ο Αναστάσης θυμόταν όταν πρωτοπαντρεύτηκε που πήγε για πρώτη φορά να δει τα χωράφια τής νύφης, και βρήκε τους χωρικούς να περιμένουν γονατιστοί για να φιλήσουν το χέρι του νέου νοικοκύρη. Δυο τσιφλίκια είχε δικά της η Ευθυμία, δυο μισά χωριά στη Θεσσαλία, το Μεγάλο Μερτζ και το Μικρό. Ήταν κόρη του Ευάγγελου Παπασίμου, πλούσιου έμπορα από τη Ρουμανία, που όμως πέθανε νέος κι έτσι εκείνη μεγάλωσε κοντά στ' αδέρφια της μάνας της –σόι Χατζηγάκη– που ήταν προύχοντες στα Τρίκαλα και πολιτεύονταν, άλλος Δήμαρχος, άλλος στη Βουλή. Από κοπέλα ακόμα, καταγινόταν η Ευθυμία με τις υποθέσεις των κτημάτων. Έτσι γνωρίστηκε με τον Αναστάση, σε μια έκθεση αγροτική στη Λάρισα. Ας ήταν δραστήρια και «κατορθωματική», είχε όμως βαθιά πίστη στο Θεό και συμπονούσε πραγματικά τους συνανθρώπους της. Νοιαζόταν για τους κολλήγους σαν να ήταν δικοί της άνθρωποι. Όταν αρρώσταιναν, φρόντιζε να τους δει γιατρός. Όταν πάθαιναν ζημιές στο σπίτι, φρόντιζε για τις επισκευές. Και κάθε που γεννούσε μια γυναίκα στο χωριό, έτρεχε και η Ευθυμία να βοηθήσει. «Δε βαριέσαι», κατέληγε στοχαστικά ο μπαρμπα-Αναστάσης, «Άμα είναι ο άνθρωπος από φτιασιά καλή, όλα τα συστήματα προκόβουν. Κι άμα είναι ο άνθρωπος σκάρτος, τι να σου κάνουν οι θεωρίες και οι πολιτικές;»
Φαίνεται πως από την Ευθυμία πήρε ο Ευάγγελος το στοιχείο της συμπόνιας – σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που κι όταν ακόμα έγινε φτασμένος πολιτικός, συχνά ένιωθε η μάνα του την ανάγκη να επιστρατεύει στα κρυφά αδέρφια, ανίψια και έμπιστους φίλους για να τον προστατεύουν από τους επιτήδειους. «Να τον προσέχετε», ήταν πάντα η εντολή της, «ο Βαγγέλης είναι τρύπιο τσουκάλι γιατί έχει καλοσύνη». Η αλήθεια είναι πως δε φημιζόταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ για την επιλογή των συνεργατών του και ήταν συχνά οι πιο έμπιστοι «φίλοι» που τον πρόδιδαν τελικά με τον χειρότερο τρόπο. Όμως και σ' αυτά ακόμα τα θέματα ο Αβέρωφ είχε έναν δικό του τρόπο να ισορροπεί ανάμεσα στις πολλές αλήθειες. Αντικρούοντας κάποτε τις δικαιολογημένες επικρίσεις που του μετέφεραν για κάποιο προσωπικό συνεργάτη του, απάντησε αποφθεγματικά: «Ο (τάδε) προσφέρει λιγότερα απ' όσα πρέπει, αλλά πολύ περισσότερα απ' όσα μπορεί».
Από τον πατέρα του τον Αναστάση φαίνεται πως πήρε εκείνη την πίστη στη «φτιασιά του ανθρώπου». Αυτή που τον έκανε να βλέπει τον άνθρωπο ξέχωρα από τις πολιτικές ιδεολογίες ή τα όποια κοινωνικά ή ταξικά στερεότυπα. Σε μια συνέντευξή του στο Σταύρο Ψυχάρη, τονίζει: «Μου φαίνεται ότι πιο εύκολα θα συνεννοούμαστε αν δεν λέγαμε ότι ο τάδε είναι σοσιαλιστής ή αστός, δεξιός ή αριστερός, αλλά αν λέγαμε ότι ο δείνα έχει καλοσύνη ή κακία, είναι συνεπής ή ασταθής, είναι δημιουργικός ή πλαδαρός. Θα είμαστε τότε σε πολύ ασφαλέστερο έδαφος».
...
Οταν τέλειωσε ο Ευάγγελος το γυμνάσιο, αρρώστησε βαριά. Φυματίωση, η μάστιγα της εποχής. Πλήγμα αναπάντεχο, αλλά όχι εντελώς ανεξήγητο στα μάτια του δεκαεφτάχρονου νέου, που απέδωσε μέρος της ευθύνης στον ίδιο του τον εαυτό. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία στο μυαλό του πως η έλλειψη μέτρου στις διασκεδάσεις και στα ξενύχτια είχαν καταπονήσει τον οργανισμό του. Πέρασε δυο χρόνια, από 17 ως 19 ετών, κλεισμένος σ' ένα σανατόριο για φυματικούς, στα 1.800 μέτρα υψόμετρο, έξω απ' το Νταβός της Ελβετίας. Χρόνια γεμάτα μοναξιά και υπαρξιακή αναζήτηση, αντιμέτωπος με το θάνατο, σε μια ηλικία που οι περισσότεροι νέοι ξεχύνονται ακάθεκτοι να κατακτήσουν τη ζωή.
Κοιτάζοντας πίσω τη ζωή του, ο Αβέρωφ έλεγε πάντα ότι τα χρόνια αυτά τον σημάδεψαν βαθιά και έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του. Ρόλο ευεργετικό, παρά την πίκρα, τη μοναξιά και την ακατανόητη αίσθηση της αδικίας. Σιγά σιγά, ο χρόνος και η παρέα με τους υπόλοιπους φυματικούς, έφεραν την συμφιλίωση και την αποδοχή μιας σκληρής πραγματικότητας: ότι κανένα πια όνειρο δε θα μπορούσε να έχει για τη ζωή του, παρά μόνο το όνειρο της επιβίωσης. Στράφηκε στο διάβασμα, συνειδητοποιώντας μονομιάς την έκταση της αμάθειάς του. Αν και καλός μαθητής στο σχολείο, οι ανέμελες εκείνες μέρες, οι τρέλες και η δίψα για τη ζωή, δεν του είχαν αφήσει χρόνο να ανοίξει ούτε ένα εξωσχολικό βιβλίο. Διάβασε Όμηρο, Πλάτωνα, Σαπφώ, Πλούταρχο, Ευριπίδη, διάβασε ιστορία, κοινωνιολογία, γαλλική λογοτεχνία – ό,τι μπορούσε να βρει στις βιβλιοθήκες και ό,τι του έστελναν οι γονείς του από την Ελλάδα. Διάβαζε εφημερίδες. Το διάβασμα έγινε γι' αυτόν καταφύγιο και απόλαυση. Ανακάλυψε νέες ιδέες, κόσμους, ορίζοντες. Άρχισε να γράφει. Μονάχα σκέψεις νεανικές και πρωτόλεια ποιήματα, όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος – δεν διασώθηκε κάποιο δείγμα από τα νεανικά αυτά βήματά του.
Ύστερα από δυο χρόνια στο σανατόριο, ο Ευάγγελος επέστρεψε στην Ελλάδα θεραπευμένος. 'Ηταν 19 χρονών, ωριμότερος και σοφότερος, με μια καινούργια συναίσθηση της προσωρινότητας όλων εκείνων που είχε μάθει να θεωρεί δεδομένα. Με την επιμονή του πατέρα του, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή. Ο αδερφός του, ο Μιχάλης, ήταν ήδη μηχανικός και δούλευε στα μεγάλα έργα, στο ξεκίνημα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας. Έπρεπε και ο μικρότερος γιος να αποκτήσει ένα επάγγελμα σοβαρό και προσοδοφόρο. Ο Ευάγγελος σκέφτηκε στην αρχή πως θα μπορούσε να ικανοποιήσει την πατρική επιθυμία, ανακαλύπτοντας συγχρόνως την παλιά του αγάπη για τη Χημεία, αλλά τελικά δεν κατάφερε να ξεπεράσει την έμφυτη απέχθειά του για την ιατρική. Η θέα του αίματος, οι άσπρες μπλούζες και η συνεχής επαφή με την αρρώστια, αναβίωναν μέσα του τη μιζέρια των χρόνων του εγκλεισμού. Και η αλήθεια ήταν πως τα χρόνια αυτά της μελέτης και της περισυλλογής είχαν ξυπνήσει μέσα του άλλου είδους ενδιαφέροντα για θέματα κοινωνικά, πολιτικά. Δύο χρόνια άντεξε στο πανεπιστήμιο –αρκετά για να θεωρεί τον εαυτό του λιγάκι γιατρό εφ' όρου ζωής, αρκετά επίσης για να διηγείται σπαρταριστές ιστορίες για τα χρόνια όπου δούλευε στο ίδιο πτώμα παρέα με την Αμαλία Φλέμιγκ – και μια μέρα πήρε ξαφνικά την απόφασή του. Σηκώθηκε και έφυγε, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν. Πήγε στο κτήμα στη Λάρισα, απ' όπου έστειλε στον μπαρμπα-Αναστάση ένα ολιγόλογο γράμμα: «Δεν κάνω εγώ για γιατρός. Νομίζω πως βρήκες έναν καλό επιστάτη για το κτήμα. Θα μείνω εδώ να δουλέψω τη γη, και ό,τι θέλεις μου δίνεις». Το γράμμα ήταν προσεκτικά σχεδιασμένο και έφερε όντως το ποθητό αποτέλεσμα. Θορυβημένος, ο μπαρμπα-Αναστάσης έσπευσε στη Λάρισα. Οτιδήποτε σχεδόν θα ήταν προτιμότερο απ' το να μείνει ο γιος του ένας ασπούδαστος γεωργός. Έτσι άκουσε με ανακούφιση την αντιπρόταση που είχε ο Ευάγγελος κατά νου: Θα σπούδαζε πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό, με στόχο να γυρίσει μετά και να πολιτευτεί.
...
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης το 1929. Ανέπτυξε αμέσως μια έντονη δραστηριότητα στη φοιτητική κοινότητα. Ήταν πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών «Μινέρβα», χωρίς διακοπή από το 1929 ως το 1933 που έφυγε απ' τη Λωζάννη. Έφερε μάλιστα στο Σύλλογο μια νέα μαζικότητα και ζωντάνια, με τη διοργάνωση διαλέξεων, εκδηλώσεων και την προώθηση φοιτητικών εκδόσεων. Ένας καθηγητής του στο μάθημα της Διπλωματικής Ιστορίας, εντυπωσιασμένος από τις εργασίες του νεαρού φοιτητή, τον έφερε σε επαφή με την μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα της Λωζάννης, όπου ο Αβέρωφ άρχισε πλέον να δημοσιεύει σε τακτική βάση αναλύσεις και πολιτικό ρεπορτάζ για την Ελλάδα. Το γεγονός ότι ήταν αριστούχος φοιτητής του έδινε το δικαίωμα να μεταγραφεί στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου, δικαιολογώντας χωρίς εξετάσεις όσα μαθήματα ήταν κοινά και είχε ήδη περάσει με άριστα. Απέκτησε πτυχίο Κοινωνικών Επιστημών το 1931 και πτυχίο Νομικής το 1933. Την ίδια χρονιά ανακηρύχτηκε διδάκτορας στις Κοινωνικές Επιστήμες.
Μια από τις αγαπημένες μου ιστορίες, από τις τόσες που διηγιόταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ, καθηλώνοντας το οποιοδήποτε ακροατήριό του με την τέχνη τού γνήσιου παραμυθά, ανήκει σ' αυτήν ακριβώς την περίοδο των φοιτητικών χρόνων στη Λωζάννη.
«Εζήτησα την άδεια από το Πανεπιστήμιο να υποβάλω την διατριβή που ετοίμαζα, σε έναν διαγωνισμό της Βαλκανικής Διασκέψεως», ξεκινούσε την αφήγησή του, και δεν παρέλειπε να τονίσει πως τυπικά απαγορευόταν η οποιαδήποτε δημοσίευση ή χρήση του υλικού πριν από την υποστήριξη της διατριβής. «Η Βαλκανική Διάσκεψη συνερχόταν μια φορά το χρόνο, σε διαφορετική πρωτεύουσα κάθε φορά», συνέχιζε, «Εκείνη τη χρονιά ήταν να συνέρθει στο Βουκουρέστι. Μέλη της επιτροπής ήταν ό,τι καλύτερο είχε η κάθε χώρα – καθηγητές διεθνούς φήμης όπως ο Γιόρνταν της Ρουμανίας και άλλοι. Θέμα του διαγωνισμού: Οι οικονομικές σχέσεις των Βαλκανίων και προσφορότερα μέσα ανάπτυξής τους. Οι εργασίες έπρεπε να υποβληθούν ανώνυμα σε εφτά αντίτυπα, ένα για κάθε χώρα και ένα για τη γραμματεία. Αντί για όνομα, ο κάθε υποψήφιος διάλεγε ένα ρητό. Το όνομά του το έστελνε ξεχωριστά, σε σφραγισμένο φάκελο με σημειωμένο απέξω το ρητό. "Post tenebras lux": αυτό το ρητό είχα διαλέξει εγώ – "μετά τα σκότη, το φως"».
Στη συνέχεια ο Αβέρωφ περιπλανιόταν συνήθως σε διάφορα κοντινά ή μακρινά μονοπάτια, ξεφεύγοντας για λίγο από την ευθεία της αφήγησης, τόσο όσο να μεταδώσει στους ακροατές του την αίσθηση του χρόνου που περνάει και την ένταση της αναμονής. Και κάποια στιγμή ξαναγυρνούσε στο φθινόπωρο του 1932, αργά τη νύχτα, ολομόναχος στο πατρικό του σπίτι στην Αθήνα. Η οικογένεια βρισκόταν στη Θεσσαλία. Ήξερε πως εκείνη τη μέρα θα ανακοινώνονταν τα αποτελέσματα και είχε επιστρατεύσει φίλους του δημοσιογράφους να τον ειδοποιήσουν μόλις μάθαιναν το παραμικρό. «Τηλεφωνούσα, ξανατηλεφωνούσα, αλλά τίποτα. Κάθε φορά μου απαντούσαν πως δεν είχε έρθει κανένα τηλεγράφημα. Είχε πάει πια αργά. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο…» Έτσι πληροφορήθηκε ο νεαρός φοιτητής το εντελώς απίστευτο νέο: πως είχε αποσπάσει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό, όπου το δεύτερο βραβείο απονεμήθηκε σε διακεκριμένο Τούρκο υφηγητή και το τρίτο στο Γενικό Διευθυντή του υπουργείου Εμπορίου-Βιομηχανίας Βουλγαρίας. «Φοιτητής ακόμα εγώ… πήγα να τρελαθώ».
Και η κατακλείδα της ιστορίας ήταν αυτή που πάντα με γοήτευε πιο πολύ κι από την ίδια την ιστορία της νίκης: «Πήρα το πρώτο βραβείο γιατί παρέβην τους όρους του διαγωνισμού«, εκμυστηρευόταν με κάποιο καμάρι. «Οι άλλοι απέτυχαν γιατί έμειναν πιστοί σ' αυτά που τους ζητούσαν. Εγώ έκανα μία εισαγωγή και είπα: "Το θέμα είναι ευρύτατο. Περικλείει θέματα ανταλλαγών, θέματα εργασίας, θέματα νομισματικά κ.ά. Δεν είναι δυνατόν να μελετηθούν και να αναπτυχθούν όλα αυτά με τρόπο ουσιαστικό σε μια εργασία όπως η παρούσα. Δια τούτο περιορίζομαι να μελετήσω το μέτρον αυτό το οποίον οφθαλμοφανώς είναι το προσφορότερον δια μίαν ειδικήν ανάπτυξιν: εκείνην των εμπορικών σχέσεων". Και μελέτησα με πληρότητα τη μία μόνο άποψη», κατέληγε ικανοποιημένος.
...
Είκοσι έξι ετών και γεμάτος υπόσχεση για ένα λαμπρό μέλλον στο δημόσιο βίο, ο Αβέρωφ επιστρέφει στην Ελλάδα, στα τέλη του 1933. Η φήμη του έχει ήδη προπορευτεί. Η βραβευμένη διδακτορική διατριβή του έχει δημοσιευτεί στη Γαλλία με τίτλο «Union Douaniere Balkanique» και με πρόλογο του τότε Γάλλου πρωθυπουργού Edouard Herriot. Δυο πτυχία, ένα διδακτορικό, πολλές δημοσιεύσεις και διακρίσεις από τη Λωζάννη. Στην Ελλάδα οι εφημερίδες τον αγαπούν, το ίδιο και ο παλιός του μέντορας, πρώην πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που θέλει να δει τον Ευάγγελο ενεργά αναμειγμένο στην πολιτική. Όλοι οι δρόμοι μοιάζουν ανοιχτοί.
Τότε όμως προβάλλει και πάλι το φάσμα της παλιάς του αρρώστιας. Η φυματίωση τον χτυπάει για δεύτερη φορά, και ο Αβέρωφ συμβιβάζεται πια οριστικά στην προοπτική μιας ζωής πολύ μετρημένης, χωρίς εντάσεις ή εξάρσεις οποιασδήποτε μορφής. Εγκαθίσταται μόνιμα στην Κηφισιά, γνωστή για το υγιεινό της κλίμα, στο μικρό εξοχικό της οικογένειας που ανακαινίζεται με τη φροντίδα του αδερφού του, Μιχάλη. Περνάνε έξι ήρεμα χρόνια, από το '34 ως το '40. Κύρια απασχόληση το γράψιμο και η μελέτη. Έχει την εβδομαδιαία οικονομική στήλη στην εφημερίδα «Πρωία» και είναι ανταποκριτής της Ελλάδας στις ελβετικές εφημερίδες «Journal de Geneve» και «Gazette de Lausanne». Ετοιμάζει μια πολυσέλιδη επιστημονική μελέτη που εκδίδεται το 1939 με τίτλο «Συμβολή εις την έρευνα του πληθυσμιακού προβλήματος της Ελλάδος» και αποσπά το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Από αυτή την περίοδο σώζονται και τα πρώτα ανέκδοτα ποιήματά του: οι «Πεζές Στροφές» (1935), μια συλλογή με τριάντα ένα πεζά ποιήματα, και ένας έμμετρος ερωτικός διάλογος γραμμένος το 1937. Από αυτά και άλλα ποιήματα που βρέθηκαν μετά το θάνατό του, εντελώς τυχαία και από διαφορετικές πηγές, γραμμένα πυρετικά μέσα σε λίγες μέρες ή μήνες, χωρίς ενδιάμεσα δείγματα δουλειάς, φαίνεται λογικό να υποθέσουμε ότι ίσως υπήρχαν πολλά ακόμα ποιήματα που δεν βρέθηκαν ποτέ, ότι ίσως ο νεαρός Αβέρωφ έγραφε ποίηση ως ένα μέσο έκφρασης, αναζήτησης και κάθαρσης, χωρίς όμως να νοιάζεται να συγκεντρώσει τα ποιήματά του ή να αποδίδει σ' αυτά κάποια ιδιαίτερη σημασία λογοτεχνική. Από αυτή την περίοδο βρέθηκαν επίσης διάφορες σημειώσεις και σκόρπιες πράξεις από θεατρικά έργα –ένδειξη πως πειραματιζόταν από πολύ νέος με το είδος αυτό, στο οποίο επιδόθηκε τελικά μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια4.
Είναι περίεργο να σκεφτεί κανείς πως μέχρι εκείνη την εποχή, ο Ευάγγελος Αβέρωφ δεν είχε επισκεφτεί ποτέ το χωριό των προγόνων του, το Μέτσοβο. Ο πατέρας του ήταν πρόεδρος του Αβερώφειου Κληροδοτήματος που, με διαθήκη του ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, λειτουργούσε απ' τις αρχές του αιώνα και είχε σημαντική κοινωφελή δράση στην περιοχή5. Ο ίδιος ο Ευάγγελος αναφέρεται ως επίτροπος του Κληροδοτήματος από το 1932, από την εποχή δηλαδή που ήταν ακόμα φοιτητής στη Λωζάννη. Φαίνεται όμως πως η επικοινωνία γινόταν αποκλειστικά με πληρεξούσιους και ούτε πατέρας ούτε γιος είχαν ταξιδέψει ποτέ στο Μέτσοβο.
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '30, ο Ευάγγελος αποφάσισε να κάνει το μεγάλο ταξίδι στην πατρίδα των προγόνων -- απόφαση σημαδιακή που θα χρωμάτιζε όσο λίγες άλλες αποφάσεις την υπόλοιπη ζωή του. Από την πρώτη κιόλας στιγμή το Μέτσοβο τον αγκάλιασε και τον συγκίνησε βαθιά. Γράφει, το 1939, σε ιδιόχειρη επιστολή του προς τον βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα: «Η δύναμη της αγάπης που ξυπνάει μέσα μου αυτός ο τόπος δεν έχει διόλου λιγοστέψει. Το αντίθετο. Δεν ξέρω αν πηγάζει από κάποια μορφή προγονολατρίας, αν είναι ίσως στοιχείο του χαρακτήρα μου αυτή η βαθιά έλξη για τις βουνοκορφές που υψώνονται αγέρωχες μες στο βαθύ γαλάζιο, δεν ξέρω αν είναι ο περίγυρος των απλών ανθρώπων που αγαπούν στο πρόσωπό μας ένα παρελθόν γεμάτο επιτυχίες και αλτρουισμό και ένα παρόν ριζωμένο στην κατανόηση και την συμπόνια, δεν ξέρω τι είναι ακριβώς, αλλά εδώ νιώθω πραγματικά να ξαναγεννιέμαι».
Δέκα χρόνια κράτησε η αλληλογραφία του Αβέρωφ με τον Τοσίτσα, χωρίς ποτέ να έχουν γνωριστεί οι δυο άντρες από κοντά. Η αλληλογραφία αυτή είναι από μόνη της μια μοναδική μαρτυρία αγάπης και επιμονής, σεβασμού και στρατηγικού σχεδιασμού, πολιτικής σκέψης και φιλίας. Η συναρπαστική αυτή ιστορία αναφέρεται εκτενέστερα σε ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου «Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας: 1908-1990», που εκδόθηκε το 2000 από το ομώνυμο Ίδρυμα. Εδώ επιγραμματικά μόνο μπορούν να αναφερθούν οι τομείς της κατοπινής δραστηριότητας: αναπαλαιώσεις κτιρίων, εκκλησιών και μοναστηριών, φράγματα, αναδασώσεις, δρόμοι, σχολεία, μουσεία, ξενώνες, κέντρα υγείας και ακόμα εργαστήρια ξυλογλυπτικής, πρατήρια λαϊκής τέχνης, βουστάσια για την αναβάθμιση της κτηνοτροφίας, τυροκομικές μονάδες και εκπαίδευση νέων τυροκόμων – ένας πραγματικός οργασμός που κάλυπτε σφαιρικά τις ανάγκες του πληθυσμού και εξασφάλιζε την οικονομική και πολιτιστική αναβάθμιση της μικρής κοινωνίας.
Αυτά βέβαια έγιναν αργότερα, έγιναν σιγά σιγά, πάντα με την ακούραστη φλόγα και τη φροντίδα του Ευάγγελου Αβέρωφ. Τα πρώτα χρόνια πήγαινε συχνά στο Μέτσοβο και έμενε εβδομάδες, ακόμα και μήνες, γιατί το κλίμα ήταν υγιεινό και έκανε καλό στους πνεύμονές του. Αργότερα έμενε από λίγες μέρες μόνο, όσο του επέτρεπε η δουλειά. Μα και όταν ακόμα οι άλλες του υποχρεώσεις ήταν αυξημένες, ακόμα κι όταν γυρνούσε νύχτα στην Αθήνα από κάποιο σημαντικό ταξίδι στον ΟΗΕ, ή όταν επέστρεφε τα βράδια κατάκοπος απ' το υπουργείο Αμύνης με μια στοίβα φακέλους για υπογραφή, ακόμα και τότε έπιανε το τηλέφωνο και επέμενε να ενημερωθεί («τι φτιάχνει η Μίρκα;» η ελβετική αγελάδα, που ήταν άρρωστη τελευταία, «ζευγάρωσε ο ταύρος;», «μπήκαν τα κάγκελα στο μονοπάτι του μουσείου;»), ή να καθοδηγήσει («αλείψτε με φάρμακο τα στασίδια του 'Αι Νικόλα γιατί έπιασαν σαράκι», «θα έρθω την άλλη εβδομάδα με τον πρέσβη της Αγγλίας --βάλτε τις σημαίες στην είσοδο του χωριού»). Δίκαια θα μπορούσε κανείς να πει πως τούτο ήταν ένα ειδύλλιο που κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ πέθανε στις 2 Ιανουαρίου 1990 ενώ έγραφε «Το αμπέλι του φτωχού Αγίου» – τελευταία πράξη δημιουργίας και κατάφασης ζωής, οι τελευταίες του σκέψεις στραμμένες στο αγαπημένο του Μέτσοβο: «Την όλη προσπάθεια στην αρχή την έλεγα "μεράκι"», γράφει στο μισοτελειωμένο αυτό κείμενό του, «Κι ως την εποχή εκείνη ήταν πράγματι ένα ωραίο μεράκι. Ύστερα μετατράπηκε σ' ένα τεράστιο όραμα. Πρέπει να έχει ζήσει κανείς την πραγματοποίηση οραμάτων που φαίνονταν να μην έχουν πιθανότητες επιτυχίας, για να μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει πλάτεμα ψυχής. Σημαίνει πως άνοιξαν νέοι ορίζοντες. Σημαίνει πως ανασαίνεις βαθύτερα, πως βλέπεις πιο μακριά, πιο καλά. Σημαίνει πως γεννιέται μέσα σου μια πεποίθηση ότι κι άλλα, σχεδόν ακατόρθωτα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα...»
...
Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ζωής του, τα ακατόρθωτα έγιναν πραγματικότητα για τον Αβέρωφ την εποχή του ελληνοϊταλικού πολέμου. Τότε τουλάχιστον πρέπει να πρωτογεννήθηκε μέσα του η πεποίθηση ότι όλα είναι δυνατά, ακόμα και να ξεπεράσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, ακόμα και να νικήσεις το θάνατο.
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ο Αβέρωφ ζήτησε να καταταγεί εθελοντής. Οι γιατροί τον είχαν συμβουλέψει να αποφεύγει κάθε είδους κακουχίες και προπαντός να μην κινδυνέψει ποτέ να πιαστεί αιχμάλωτος των Ιταλών. Όμως τέτοιες ώρες δεν λογαριάζει κανείς αν η υγεία του είναι κλονισμένη, ή όπως έλεγε ο ίδιος, «όπου πεθαίνουν οι πολλοί, θάνατος δε λογιέται».
'Οταν φυσήξει ο Μεγάλος Αέρας και κινδυνέψει το
παν, μην τα χάστε. Είναι δειλό.
Μην κοιτάξτε όμως τα πρόσωπα γύρω κι ακολου-
θήστε το πρώτο παράδειγμα, καλό ή κακό. Μπορεί
να 'ν' άσκοπο κι είναι πολύ δουλικό.
Μην κοιτάξτε ακόμη, τρέμοντας από αγάπη και
πόνο, τα όσα γύρω μπορεί να χαθούν και άβουλα
σταυρώστε τα χέρια. Θα 'χετε νιώσει έναν πόνο
πολύ ταπεινό.
Προπαντός μην κοιτάξτε το μικρό εαυτό σας! 'Οταν
το παν κινδυνεύει, να σωθεί ο εαυτός σας δε σημαίνει
πολλά. Να σωθεί ο εαυτός σας θα 'ναι φρικτό!
Όταν φυσήξει ο Μεγάλος Αέρας και κινδυνέψει το
παν να χαθεί, για ό,τι θέλει ριχτείτε στη θύελλα.
Μα ριχτείτε με ορμή! Μέσα στη θύελλα σώστε το
Πάθος, την Αγάπη για κάτι. Αυτή ξαναφτιάνει το παν.
Κι αν το κάτι αυτό στέκει ψηλά, την ώρα του Μεγά-
λου Αέρα θα 'χετε κάνει το πιο ωραίο, το πιο δυνατό.
Δεν έγινε δεκτός ως εθελοντής στο στρατό, για λόγους υγείας. Λίγες μέρες αργότερα, τον πλησίασε ένας παλιός του συμμαθητής, ο λοχαγός Αχιλλέας Καράκαλος, και του πρότεινε να συμμετάσχει σε μια μυστική ομάδα του στρατού που θα οργάνωνε δολιοφθορές πίσω από τις γραμμές των εχθρών. Θα είχαν έδρα τα Γιάννενα και χρειάζονταν τον Αβέρωφ σαν σύνδεσμο, για να βοηθήσει στη στελέχωση της ομάδας με ντόπιους. «Πετάω τη σκούφια μου», είπε ο Αβέρωφ, «αλλά πρέπει να ξέρεις πως δεν γνωρίζω κόσμο στην Ήπειρο, μόνο στο Μέτσοβο έχω ρίζες. Κάτι όμως θα κάνω...» Πήγε και βρήκε τον Δεσπότη Σπυρίδωνα που εκείνος τον έφερε σε επαφή με δυο τρεις ακόμα, ανάμεσά τους ο πολύτιμος συνεργάτης και φίλος, δάσκαλος Σταύρος Γκατσόπουλος από τη Μολυβδοσκέπαστη και ο νεαρός τεχνίτης απ' τα Γιάννενα, Σολομών Μορδεχάι, που συναρμολογούσε τους εκρηκτικούς μηχανισμούς. Έτσι συστάθηκε η μικρή ομάδα και ξεκίνησαν τα σαμποτάζ. «Τη νύχτα κοιμόμουν πάνω στα εκρηκτικά για να μην παγώσουν», θυμόταν ο Αβέρωφ, χρόνια αργότερα. «Την ημέρα τα σκέπαζα με κουβέρτες και τα έκρυβα στο κρεβάτι μου. Κάναμε πολλά σαμποτάζ και είχαμε επιτυχίες. Χάσαμε ένα από τα μέλη μας... Όλοι ήταν παλικάρια».
Στις αρχές του 1941, ο Αβέρωφ έλαβε πρόσκληση να μεταβεί στην Αθήνα. Μετά το θάνατο του Ι. Μεταξά, η νέα κυβέρνηση Κορυζή είχε αναθέσει σε επιτροπή Κερκυραίων να προτείνουν λύσεις για το πολιτικό αδιέξοδο όπου είχε περιέλθει το νησί τους. Ο τελευταίος Μεταξικός νομάρχης Κερκύρας είχε παυθεί μετά από την πρόκληση σοβαρών επεισοδίων που οδήγησαν σε παράνομους εκτοπισμούς πολιτών και σε ανοιχτή ρήξη με τον στρατιωτικό διοικητή του νησιού. Ο διαπρεπής Κερκυραίος Κ. Ζαβιτζιάνος, παλιός συνεργάτης του Παπαναστασίου και πρώην γερουσιαστής, πρότεινε τον Ευάγγελο Αβέρωφ σαν τον καταλληλότερο για τη θέση αυτή και επέμενε μάλιστα στην πρότασή του, παρά τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν για το νεαρό της ηλικίας του υποψήφιου νομάρχη.
Ο Αβέρωφ ανέλαβε τα καθήκοντά του ως νομάρχης Κερκύρας την 21 Μαρτίου του 1941. Ήταν τριάντα τριών ετών αλλά έδειχνε πολύ νεότερος. Του άρεσε να διηγείται με την τραγουδιστή προφορά των Κερκυραίων, πώς τον υποδέχτηκαν με δυσπιστία στην αρχή: «Καλέ τού-το το παιδαρέ-λι μας έστειλαν για νομάρ-χη;» απορούσαν οι νησιώτες. Ρίχτηκε αμέσως στη δράση για να διασώσει το κύρος της θέσης του. Έβγαινε για επιθεώρηση σε ώρα βομβαρδισμού, έκανε φλογερές δηλώσεις και ανακοινώσεις στον Τύπο και πολύ γρήγορα κέρδισε τους Κερκυραίους με την παράτολμη πολλές φορές επίδειξη ηρωισμού. Ήταν δύσκολοι καιροί τότε: το νησί βομβαρδιζόταν από τους Ιταλούς, οι πρόσφυγες εισέρρεαν από την απέναντι ηπειρωτική ακτή, το χρήμα είχε αρχίσει να λείπει και η επικοινωνία με την κυβέρνηση ήταν δύσκολη -- ιδίως μετά την επίθεση των γερμανικών δυνάμεων και την αυτοκτονία του Κορυζή.
«...Οι κάτοικοι του νομού ας είναι ήσυχοι», έγραφε σε ανακοίνωσή του στον «Κερκυραϊκό Τύπο» ενημερώνοντας για τα έκτακτα μέτρα που είχε πάρει προκειμένου να εξασφαλισθεί η επάρκεια τροφίμων και χρημάτων για την ομαλή μισθοδοσία και λειτουργία των Τραπεζών. «Εάν εδέχθην την εντολήν του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως να έλθω εις την νήσον των, εις την υπεύθυνον θέσιν την οποίαν κατέχω, δεν το έκαμα χωρίς ν' αναλογισθώ έκτοτε την κρισιμότητα της καταστάσεως. Την ανελογίσθην έκτοτε και δεν εδίστασα να έλθω. Την γνωρίζω έτι καλλίτερον σήμερον και δεν διστάζω να φέρω όλας τας βαρείας ευθύνας μου».
Και ήταν πραγματικά βαριές οι ευθύνες του νομάρχη. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν δίστασε να πάρει ακόμα και «παράνομες» αποφάσεις (όπως την απαγόρευση αναλήψεων μεγαλύτερες των 500 δραχμών, την προσωρινή διακοπή της πληρωμής του διπλού μισθού στους δημόσιους υπάλληλους, την πολιτική επιστράτευση των εμπόρων της πόλης, και την κυκλοφορία τριών εκατομμυρίων αργυρών εικοσαδράχμων προς ανακούφιση της αγοράς), μη έχοντας δυνατότητα συνεννόησης με την υπό κατάρρευση κυβέρνηση, ούτε και άλλη επιλογή για την αντιμετώπιση των κρίσιμων καταστάσεων που απειλούσαν το νησί.
«Καλώς ενεργήσατε» έφτασε με κάποια καθυστέρηση τηλεγράφημα από την κυβέρνηση της Κρήτης, «Δέον συνεχίσητε αιρετικήν πρωτοβουλίαν, εν συνεννοήσει μετά Στρατιωτικής Διοικήσεως ημών προς εξασφάλισιν καλής διοικήσεως Νήσου. Εντολή αύτη παύει αφ' ης ξέναι στρατιωτικαί αρχαί κατορθώσωσιν αποβιβασθώσιν. Έκτοτε άρχεται παθητική αντίστασις. Πρόεδρος Κυβερνήσεως, Τσουδερός».
Οι Ιταλοί αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα στις 28 Απριλίου του 1941. Από εκείνη τη στιγμή η αποστολή του Αβέρωφ ως νομάρχη είχε λήξει γιατί, όπως εξήγησε στον αρχηγό των ιταλικών δυνάμεων, δεν ήταν δυνατόν ο πολιτικός εκπρόσωπος της νικήτριας Ελλάδας και της ελεύθερης Κυβέρνησης της Κρήτης, να δέχεται εντολές από τους ηττημένους. Παρέμεινε στο νησί ακόμα δυο μήνες και σ' αυτό το διάστημα έθεσε τις βάσεις για την παθητική αντίσταση των Κερκυραίων, μεταδίδοντας σχετικές εντολές στους κρατικούς λειτουργούς και τους προέδρους των Κοινοτήτων και οργανώνοντας πυρήνες για την αποτελεσματικότερη κατεύθυνση των πολιτών.
...
Μετά την Κέρκυρα, ο Ευάγγελος Αβέρωφ βρέθηκε και πάλι στη Λάρισα, πασκίζοντας να καλλιεργήσει τα ρημαγμένα από τους βομβαρδισμούς κτήματα τού πατέρα του. Λίγο στάρι, λίγη φακή, κι έτσι ζούσε όλη η οικογένεια. Ήταν ο χειμώνας της μεγάλης πείνας. Έμεινε στη Λάρισα εννιά μήνες περίπου, ως τον Απρίλιο του 1942 όταν τον συνέλαβαν οι Ιταλοί.
Τη Λάρισα είχε διαλέξει ως κέντρο των προδοτικών κινήσεών του και ο ραδιούργος τυχοδιώκτης από τη Σαμαρίνα, ο γνωστός ρουμανόφιλος και συνεργάτης των Ιταλών, Αλκιβιάδης Διαμάντης. 'Ηδη από το 1916-17, ενεργώντας ως πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, ο Διαμάντης είχε δραστηριοποιηθεί για την ανακήρυξη ενός ανεξάρτητου Καντονίου της Πίνδου -- φροντίζοντας να πλουτίσει συγχρόνως και ο ίδιος. Κατέφυγε στην Αλβανία για να αποφύγει τη σύλληψη για ποινικά αδικήματα, αναμίχθηκε στην τοπική πολιτική και σε σκοτεινές εμπορικές δοσοληψίες, οργάνωσε δίκτυο πληροφοριών για τους Ιταλούς και τελικά εκδιώχθηκε από την Αλβανία, κατέφυγε στην Ρουμανία, ύστερα στη Ρώμη όπου γράφτηκε στο Φασιστικό κόμμα, και ξαναεμφανίστηκε στην Αθήνα το 1930 ως αντιπρόσωπος ρουμανικών πετρελαίων και εισαγωγέας ρουμανικής ξυλείας.
Αυτός ο ίδιος, ο «κομεντατόρε Ντιαμάντι», ο «Αρχηγός και εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής», ίδρυσε με έδρα τη Λάρισα την οργάνωση «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», της οποίας απώτερος στόχος ήταν η ανακήρυξη ανεξάρτητου Βλαχικού Πριγκιπάτου που θα περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου, τη Δυτική Μακεδονία και ολόκληρη τη Θεσσαλία, μέχρι το Δομοκό.
«Οι Βλάχοι, απόγονοι της 5ης θρυλικής Ρωμαϊκής Λεγεώνος και των πέραν του Δουνάβεως αδελφών μας, αναφαίνονται δρώντες ως ιδία εθνότης από του 6ου αιώνος και δεν πρέπει να λησμονή κανείς ότι η Νότιος Μακεδονία και η Θεσσαλία επί πολλούς αιώνας απετέλουν την Μεγάλην Βλαχίαν, ενώ η περί την Πίνδον περιοχή και η Αιτωλοακαρνανία απετέλουν την μικράν Βλαχίαν...» ανέφερε δημοσίευμα στις θεσσαλικές εφημερίδες με την υπογραφή του Διαμάντη και ακόμα σαράντα «εκπροσώπων» των Βλάχων της Αλβανίας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας. «Το καθήκον μας επιβάλλει, ως απόγονοι των Αρχαίων Ρωμαϊκών Λεγεώνων και των πέραν του Δουνάβεως ελευθέρων αδελφών μας, ν' αγωνισθώμεν παρά το πλευρόν της Ιταλίας και Γερμανίας. Όπου η Ρώμη, και ημείς...»
Με την ένθερμη υποστήριξη της ιταλικής διοίκησης της πόλης, άνθρωποι του Διαμάντη τρομοκρατούσαν τους Βλάχους της περιοχής και τους εκβίαζαν να προσχωρήσουν στην οργάνωσή του. Με τη συνοδεία καραμπινιέρων διενεργούσαν έρευνες στα σπίτια για την αποκάλυψη κρυμμένων όπλων και ήταν συχνές οι λεηλασίες, οι φυλακίσεις και οι ξυλοδαρμοί. Συστηματικά μεθοδευόταν η αντικατάσταση των διορισμένων κοινοτικών συμβούλων και άλλων θέσεων κρατικής επιρροής με άτομα πιστά στους σκοπούς της Ρωμαϊκής Λεγεώνας. Στις αρχές του 1942 η αντεθνική οργάνωση έφτασε να υποκαταστήσει το ελληνικό κράτος ακόμα και σε αρμοδιότητες σημαντικής οικονομικής σημασίας, όταν με διαταγή της ιταλικής Μεραρχίας Λάρισας καταργήθηκε η ισχύουσα νομοθεσία περί τυροκόμησης του γάλακτος προκειμένου να ανατεθεί σε ανθρώπους της Λεγεώνας9.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, Βλάχος και ο ίδιος, δεν έμεινε φυσικά αδιάφορος ως προς τις εξελίξεις αυτές. Γνωρίζοντας τις από σχεδόν εκατονταετίας σθεναρές προσπάθειες της Ρουμανίας να δημιουργήσει εκ του μηδενός θέμα «βλαχικής μειονότητας» στην Ελλάδα, αντιλήφθηκε αμέσως τη σοβαρότητα τούτης της αναβιωμένης και μεταλλαγμένης κίνησης, που τώρα είχε την υποστήριξη και των Ιταλών κατακτητών. Αγωνίστηκε με κάθε μέσο, φανερό ή κρυφό, ως άτομο και ως μέλος μικρής αντιστασιακής ομάδας, ενάντια στην επικράτηση της Ρωμαϊκής Λεγεώνας. Με επανειλημμένα υπομνήματα σε πρόσωπα επιρροής στην Αθήνα, με προκηρύξεις και δημοσιεύματα στις τοπικές εφημερίδες, με διαβήματα στους Ιταλούς και ταξίδια στο Μέτσοβο, στα Τρίκαλα και το Βόλο για την ενημέρωση και εμψύχωση των κατατρεγμένων πολιτών, κατάφερε αποφασιστικά πλήγματα στα σχέδια του εχθρού. 'Οπως ανέφερει καταλήγοντας η τελευταία δημόσια προκήρυξη που υπέγραφε ο ίδιος μαζί με άλλους δέκα από τους πιο επιφανείς Βλάχους της Λάρισας:
«Είναι δι' ημάς ζήτημα τιμής και αξιοπρεπείας, ζήτημα σεβασμού προς το αίμα, τα αισθήματα και τους κόπους των προγόνων μας, να καυτηριάσωμεν την στάσιν των ολίγων αρνητών και να δηλώσωμεν ότι Έλληνες εγεννήθημεν και Έλληνες θ' αποθάνωμεν».
Για τη δράση του αυτή, ο Αβέρωφ συνελήφθη, στις 28 Απριλίου 1942, και εκτοπίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία.
...
«Campo di concentramento (Camerata 18b), Ferramonti, Prov. Cosenza, Calabria«, γράφει ο Αβέρωφ στην κεφαλίδα ιδιόχειρης επιστολής του προς τον Βαρόνο Μιχαήλ Τοσίτσα, με ημερομηνία 5 Ιουνίου 1942. Είκοσι τέσσερις γραμμές είχαν δικαίωμα να γράφουν οι κρατούμενοι, ένα γράμμα την εβδομάδα –εφ' όσον βέβαια περνούσε από την λογοκρισία του στρατοπέδου. «Η διοίκηση του στρατοπέδου κάνει ό,τι μπορεί για να καταστήσει την παραμονή μας ευχάριστη, αλλά όπως και να το κάνουμε, είμαστε μακριά απ' τους δικούς μας…» Το στρατόπεδο βρίσκεται στην άκρη ενός μόλις αποξηραμένου έλους. Η ζέστη, η υγρασία και τα κουνούπια προσθέτουν στις κακουχίες των κρατούμενων. Η πείνα θερίζει. Έρχεται το φθινόπωρο, ύστερα ο χειμώνας και το κρύο είναι τσουχτερό. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ αρρωσταίνει βαριά και όλοι νομίζουν πως θα πεθάνει. Οι συγκρατούμενοί του και ορισμένοι καραμπινιέροι εξοικονομούν ό,τι μπορούν από το συσσίτιό τους και του δίνουν από μισή κουταλιά ο καθένας για να δυναμώσει. «Το ότι κατάφερα σιγά σιγά να συνέλθω, παρά το βήχα που με δίπλωνε στα δύο και τη φοβερή αδυναμία –ούτε πενήντα κιλά δε θα 'μουν – με απελευθέρωσε μια για πάντα από την απειλή της αρρώστιας και ποτέ ξανά δεν λογάριασα την υγεία μου σε οτιδήποτε έβαζα στο νου μου να κάνω», λέει σε συνέντευξή του στη Νίτσα Λουλέ-Θεοδωράκη.
Επειδή ο Αβέρωφ αναφερόταν ως πρώην νομάρχης στα χαρτιά, οι Ιταλοί τον όρισαν εκπρόσωπο της ομάδας των Ελλήνων κρατούμενων. Από τη θέση του αυτή, όπως λέει ο ίδιος, «είχα πολλά νταραβέρια και από τις πρώτες μέρες μου δόθηκε η ευκαιρία να κρατήσω μια στάση περήφανη. Στο τέλος πήρα και τον αέρα του Διοικητού ο οποίος ήταν ένας ήπιος άνθρωπος και με υπολόγιζε και μου έκανε κάποια χατήρια.…»
Σιγά σιγά, η μοίρα των Ελλήνων κρατούμενων άρχισε να καλυτερεύει. Ο Διοικητής του στρατοπέδου έκανε ό,τι μπορούσε, δηλώνοντας απερίφραστα ότι η Ιταλία τιμούσε τους Έλληνες ως γενναίους εχθρούς της. Μετά από ένα-δυο μήνες, άρχισαν να φτάνουν δέματα από τον Ερυθρό Σταυρό. Είχε μεσολαβήσει ο ιερέας της ελληνικής εκκλησίας Λωζάννης, στον οποίο ο Αβέρωφ είχε απευθύνει το δεύτερο γράμμα του: περνούσαν καλά, του έγραφε, είχαν καλή συντροφιά? ανάμεσα στους συγκρατούμενους φίλους του ήταν οι κύριοι τάδε και τάδε, οι κύριοι Cryo και Peina (τα γράμματα έπρεπε να είναι γραμμένα με λατινικά στοιχεία σε μια από τις κύριες γλώσσες, για να μπορούν να περάσουν από λογοκρισία). Ήξερε ο Αβέρωφ πως ο ιερέας θα καταλάβαινε το κρυφό μήνυμά του, και είχε δίκιο.
Δεν είχαν όλες οι ενέργειες ένα άμεσο πρακτικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές ήταν τα άυλα αυτά που βοηθούσαν στο «κρύο» και την «πείνα» της ψυχής. Από την πρώτη μέρα της άφιξής τους στο στρατόπεδο, μόνο οι Έλληνες κρατούμενοι αρνήθηκαν να χαιρετήσουν φασιστικά στην έπαρση και την υποστολή της σημαίας, άλλοι φανερά, άλλοι κρυμμένοι μέσα στο πλήθος – κάπου 4.500 κρατούμενους αριθμούσε ο συνολικός πληθυσμός του στρατοπέδου. «Γιατί αυτό, κύριε Διοικητά, έχει αξία συμβολική, αυτό συμβολίζει μια πίστη. Εμάς μας έπιασαν και μας έφεραν εδώ είτε ως φανατικούς πατριώτες, είτε ως ύποπτους για πράξεις αντιστάσεως, είτε ως φανατικούς κομμουνιστές. Μια φορά, όλους ως αντιφασίστες. Πώς να κάνουμε τώρα εμείς το σύμβολο του φασισμού;» Αυτά είναι τα λόγια που ξεστομίζει ο ήρωας του «Όταν ξεχνούσαν οι θεοί», του πέμπτου μυθιστορήματος του Αβέρωφ που εκτυλίσσεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Φεραμόντι της Ιταλίας – λόγια σημειωμένα στο περιθώριο του δικού μου αντίτυπου με πράσινο μαρκαδόρο και ιδιόχειρες σημειώσεις του συγγραφέα, όπως και όλα τ' άλλα σημεία του βιβλίου που ήθελε να ξέρουμε πως ήταν πιστές αυτοβιογραφικές αναφορές.
Με τον καιρό, το στρατόπεδο γέμιζε ασφυκτικά. Τον Νοέμβριο του 1942, χάρη στις εισηγήσεις του διοικητή, εκατόν τέσσερις Έλληνες εξόριστοι μεταφέρθηκαν από το υπουργείο Εσωτερικών και διασκορπίστηκαν σε δώδεκα χωριά του νομού Κρεμόνας, στην μεγάλη κοιλάδα του Πάδου, λίγο νοτιότερα από το Μιλάνο. «Ο χαρακτηρισμός τους παρέμεινε ο ίδιος: "ιντερνάτι τσιβίλι" (πολίται υπό περιορισμό). Οι συνθήκες όμως της ζωής τους αλλάζαν ριζικά», γράφει ο Ευάγγελος Αβέρωφ στο χρονικό της εξορίας του12, «Δε θα κοιμόνταν πια σε μεγάλους θαλάμους, αλλά σε ξενοδοχεία ή σε επιπλωμένα δωμάτια. Τα όριά τους δε θα ήταν πια το συρματόπλεγμα αλλά τα όρια της κοινότητας. Την τροφή τους και τα άλλα είδη που χρειάζονταν δε θα τ' αγόραζαν πια από την πτωχότατη αγορά του στρατοπέδου με τις 8 λιρέττες την ημέρα που παίρναν, αλλά από την πλούσια αγορά του καρπερού κάμπου (…) Από το άλλο μέρος, η μαλακή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας από μερικούς σταθμάρχας χωροφυλακής, οι περιποιήσεις του κόσμου, σε μερικά χωριά η παροχή γευμάτων –σε μικρή τιμή– από νοσοκομεία ή άλλα κοινωφελή ιδρύματα, είχαν πολύ βελτιώσει τη ζωή τους. Επρόκειτο όμως απλώς για βελτίωση. Η εξορία στην ξενητειά ήταν πάντα εξορία, η νοσταλγία της Πατρίδας και η αναγκαστική αργία όταν σε άλλους τόπους παιζόταν η τύχη του κόσμου, βάραινε καταθλιπτικά την ψυχή».
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1943, ύστερα από δεκαεφτά μήνες αιχμαλωσίας, ο Αβέρωφ μαζί με άλλους τρεις Έλληνες, πήραν τη μεγάλη απόφαση να αποδράσουν από τη Σορεζίνα, όπου ως «ιντερνάτι τσιβίλι» είχαν την υποχρέωση να παρουσιάζονται πρωί και βράδυ στη διοίκηση των καραμπινιέρων. Είχε προηγηθεί στις 8 Σεπτεμβρίου η ανακωχή της Ιταλίας. Ο ιταλικός στρατός είχε αφοπλιστεί και ανελάμβανε η οργανωμένη και αλύγιστη πολεμική μηχανή της Γερμανίας.
Με πλαστή ταυτότητα και λίγα χρήματα, αρκετά ίσως για τις πρώτες εβδομάδες, ο Αβέρωφ αποχαιρέτησε τους άλλους τρεις δραπέτες στο Μιλάνο (εκείνοι θα τραβούσαν για Ελβετία) και πήρε το τρένο για τη Ρώμη. Έφτασε ύστερα από είκοσι ώρες. Ήταν τέσσερις τα ξημερώματα και η κυκλοφορία απαγορευόταν. Η πόλη της Ρώμης δεν του ήταν γνωστή και μιλούσε σπαστά ιταλικά.
Εννιά μήνες κράτησε η περίοδος της παρανομίας στην γερμανοκρατούμενη Ιταλία – ως τις 4 Ιουνίου του 1944 όταν μπήκαν τα συμμαχικά στρατεύματα στη Ρώμη. Αρχικά ο σκοπός του ήταν να βρει τρόπο να επαναπατριστεί ή να ενωθεί με τα ελληνικά στρατεύματα της Μέσης Ανατολής. Κινήθηκε δραστήρια προς αυτό το σκοπό και ήρθε σε επαφή με την Ελβετική πρεσβεία, τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και με άλλους Έλληνες εγκατεστημένους στην Ιταλία, όπως τους γνωστούς κοσμηματοπώλες Bulgari από τους Καλαρρύτες της Ηπείρου, που πάντα ανταποκρίνονταν σε οποιοδήποτε αίτημα για οικονομική ή άλλου είδους βοήθεια. Σιγά σιγά άρχισε να οργανώνεται μυστικά και να δημιουργεί έναν κύκλο γνωριμιών που τον κρατούσαν ενήμερο για την κατάσταση άλλων Ελλήνων παράνομων σε διάφορα σημεία της χώρας. Έτσι ήρθε η μέρα που ανέλαβε να φυγαδεύσει μια ομάδα αιχμαλώτων που είχαν γλιτώσει τη μεταφορά τους στη Γερμανία όταν εκκενώθηκε το στρατόπεδο του νομού Πατσέντζας και προσπαθούσαν να φτάσουν στη Ρώμη. «Θυμάμαι με συγκίνηση τη συνάντησή μας στην πανσιόν Κάπρι, μέσα στο πρόωρο σκοτάδι της νοεμβριανής ημέρας», περιγράφει ο Αβέρωφ την επιτυχή κατάληξη αυτής της πρώτης μυστικής αποστολής. Είχαν φτάσει ασφαλείς οι πέντε φυγάδες στη Ρώμη, επικεφαλής τους ο απόστρατος στρατηγός Στέλιος Ρογκάκος, με τον οποίο επρόκειτο να συνεργαστεί πολύ στενά στη συνέχεια. «Ήταν κατάκοπος, αξύριστος και βρώμικος, ένα βρώμικο πανωφόρι σκέπαζε τα ράκη που φορούσε, τα πόδια του φαίνονταν μέσα από τα σχισμένα παπούτσια. Φιληθήκαμε μ' αυτόν και με τους συντρόφους του και μερικοί δακρύσαμε. Δεν ξέραμε πώς να εκφράσουμε τη χαρά μας και τη συγκίνησή μας. 'Ηταν γι' αυτούς η χαρά και η συγκίνηση που μέσα στον κατατρεγμό κατόρθωναν να βελτιώσουν τη θέση τους; Δεν το πιστεύω. Ήταν για όλους μας η συγκίνηση και η υπερηφάνεια Ελλήνων, που, παρ' όλο τον κατατρεγμό και παρ' όλη την ξενητειά, κατόρθωναν να τα βγάλουν πέρα και να πλησιάσουν προς τον αέρα της λευτεριάς και της δράσεως».
Σ' ένα πυκνογραμμένο βιβλιαράκι εκατόν πενήντα σελίδων, ο Αβέρωφ αφηγείται το χρονικό της παρανομίας στη γερμανοκρατούμενη Ιταλία. Δεν είναι φυσικά δυνατόν να καλυφτούν εδώ οι απίστευτες περιπέτειες που σ' εμάς τις μεταπολεμικές γενιές θυμίζουν σενάρια από κατασκοπικές ταινίες. «Ελευθερία ή Θάνατος» είναι ο τίτλος του βιβλίου, όπως και το όνομα της μυστικής οργάνωσης που ίδρυσαν ο Ευάγγελος Αβέρωφ μαζί με τον Θεόδωρο Μελετίου. Σκοπός της οργάνωσης, η φυγάδευση αιχμαλώτων και η περίθαλψή τους στη Ρώμη ή όπου αλλού ήταν κρυμμένοι, καθώς και η ενίσχυση των Ελλήνων αιχμαλώτων στις φυλακές και στα νοσοκομεία της Ιταλίας. Πλαστά χαρτιά, αποθήκες ρουχισμού, η εξασφάλιση τακτικής εισροής χρημάτων, η ανεύρεση ασφαλών κατοικιών, τα ταξίδια και οι μετακινήσεις σε όλη την Ιταλία – αυτά ήταν λίγοι μόνο από τους πονοκεφάλους που αντιμετώπιζε σε καθημερινή βάση η οργάνωση. Η συνεργασία με την Αγγλική πρεσβεία του Βατικανού άνοιξε νέες πηγές χρηματοδότησης – και η χρηματοδότηση αυτή διευρύνθηκε και εδραιώθηκε, καθώς διαπίστωναν οι έμπειροι 'Αγγλοι ότι η ελληνική οργάνωση «Ελευθερία ή Θάνατος» ήταν η μόνη που μπορούσε να εξασφαλίσει με τέτοια επιτυχία την φυγάδευση Άγγλων αιχμαλώτων, ακόμα και την τροφοδοσία άκρως απόρρητων πληροφοριών για τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών στη «Γοτθική Γραμμή» των Απεννίνων. Δραπέτες οι ίδιοι, σε ξένη χώρα, σε μέρες εξαιρετικά δύσκολες, τα μέλη της μυστικής οργάνωσης βοήθησαν γύρω στους πεντακόσιους Έλληνες και διακόσιους συμμάχους αιχμαλώτους που βρίσκονταν σε απόγνωση. «Μπήκαμε μέσα σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τρυπώσαμε σε φυλακές, επισκεφθήκαμε ή εγκαταστήσαμε δικούς μας σε νοσοκομεία, επισκεφθήκαμε χωριά, γυρίσαμε σε κρησφύγετα βουνών και σε αγροικίες κάμπων, οργανώσαμε συστηματική υγειονομική περίθαλψη, και όλα αυτά τα κάναμε σε ξένη γη και μέσα σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας, για να φέρουμε σε όσους δικούς μας μπορούσαμε ν' ανακαλύψουμε, μια χρήσιμη υλική εκδήλωση της ακατάλυτης Ιδέας που ονομάζεται ελληνικός πατριωτισμός».
Μετά την απελευθέρωση της Ρώμης η αγγλική κυβέρνηση απένειμε στον Ευάγγελο Αβέρωφ το ανώτατο παράσημο του Μέλους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας15. Η ελληνική κυβέρνηση της Αιγύπτου, θεωρώντας ότι εκείνος γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον την κατάσταση των Ελλήνων δραπετών και αιχμαλώτων στην Ιταλία, τον επιστράτευσε με το βαθμό του επίκουρου υποπλοίαρχου. Υπηρέτησε ως μέλος της ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στη Ρώμη για ένα χρόνο ακόμα. Επέστρεψε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1945 και από εκείνη την ώρα ξεκινάει η μακρόχρονη πολιτική σταδιοδρομία.
...
Κάπου εδώ κλείνει το «προοίμιο», καθώς οι τέσσερις πρώτες δεκαετίες μιας ήδη πολυκύμαντης ζωής, δίνουν τη θέση τους στην επόμενη περίοδο της ωριμότητας και της κυρίως δημιουργίας.
Από το 1945 ως το θάνατό του το 1990, ο Ευάγγελος Αβέρωφ θα αναπτύξει τρεις κυρίως διαφορετικούς άξονες δημιουργίας: Από τη μια είναι ο πολιτικός – η κυριότερή του ιδιότητα, για την οποία είναι και ευρύτερα γνωστός στο κοινό -- εξίσου σημαντική όμως είναι και η δραστηριότητά του ως λογοτέχνης και ως κοινωνικός οραματιστής στο Μέτσοβο. Τρία ξεχωριστά κεφάλαια στη ζωή του Ευάγγελου Αβέρωφ, που αναπτύχτηκαν λίγο-πολύ παράλληλα, αν και θα έλεγε κανείς πως δύσκολα συμβιβάζονται τόσο ανόμοιες δραστηριότητες, τόσο ανόμοιες πτυχές μέσα στον ίδιο άνθρωπο.
Δεν είναι συνήθως ο ποιητής αυτός που σηκώνει και το όπλο -- δεν είναι ο οραματιστής αυτός που μεθοδεύει και εκτελεί το κάθε μικρό βήμα. 'Αλλος είναι συνήθως ο άνθρωπος της δράσης και άλλος αυτός που εκφράζει την ευαισθησία του μέσα από μια βαθύτερη εσωτερική διαδικασία. Το ίδιο συμβαίνει και με τον προσωπικό προσανατολισμό, την οπτική εμβέλεια του κάθε ανθρώπου: άλλος συνήθως εστιάζει στην πιο κοντινή μικρο-ομάδα (την οικογένεια, τον άμεσο κοινωνικό ή επαγγελματικό χώρο) και άλλος είναι αυτός που ενεργεί με ορίζοντες ευρύτερους κατά νου, την πατρίδα, το έθνος ή και την ανθρωπότητα ολόκληρη.
«Γνωρίζετε πολλές χώρες όπου ο υπουργός Αμύνης, έχοντας πρώτα γράψει πολλά και ωραία μυθιστορήματα πολεμικού περιεχομένου, ζυμωμένα με σκληρές αναμνήσεις και με τη φλόγα της ελευθερίας, έχοντας αναπαραστήσει μια αρχαία πολιτική τραγωδία με τις πιο σύγχρονες τάσεις, αποτολμάει ξαφνικά –γεράκι από θέση αλλά περιστέρι στην ψυχή– να γράψει μια παραμυθένια αλληγορία;» ρωτάει ο γάλλος ακαδημαϊκός Maurice Druon στον πρόλογο γαλλικής έκδοσης βιβλίου του Αβέρωφ.16
«Αν όλα στον τόπο μας μπορούσαν να εξηγηθούν με την κρατούσα λογική, θα έπρεπε οι πολιτικοί-συγγραφείς ν' ανήκουν μόνο στον προοδευτικό χώρο, ενώ πας συντηρητικός και δη ηγέτης, θα έπρεπε να είναι εκ προοιμίου αντιπνευματικός…» προσθέτει απ' τη σκοπιά του ο Μίκης Θοδωράκης17 και καταλήγει: «Η περίπτωση του Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα είναι μοναδική, η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Όταν η πολιτική μας ζωή βουλιάζει μέσα στη μαύρη θάλασσα της αντιπνευματικής τεχνοκρατίας, βλέπω τον Ευάγγελο Αβέρωφ να μας χαιρετά με τα λευκά χειρόγραφα του συγγραφέα μέσα από την τελευταία σχεδία του συγγραφέα-πολιτικού».
«Αυτός είναι ο Ευάγγελος Αβέρωφ«, συνοψίζει ο Σταύρος Ψυχάρης στους «Μνηστήρες της εξουσίας». «Πεισμώνει συχνά και εκνευρίζεται, μα είναι πάντοτε πρόθυμος να συμβιβαστεί. Κάποτε προτείνει "γέφυρες", μα ετοιμάζει κινήματα. Παθιασμένος πολιτικός, δηλώνει ότι το μεγαλύτερο πάθος του είναι η γεωργία. Καλλιεργεί ο ίδιος κτήματα και κλαδεύει αμυγδαλιές, μα συγχρόνως γράφει λογοτεχνία. Φανατικός αντικομμουνιστής, έχει γράψει ένα βιβλίο για τον εμφύλιο πόλεμο (το "Φωτιά και Τσεκούρι"), που χαρακτηρίστηκε από τον εξόριστο ακόμα – από τότε– στρατιωτικό ηγέτη των κομμουνιστών Μάρκο Βαφειάδη ως το πιο αντικειμενικό βιβλίο που έχει γραφεί για την περίοδο εκείνη!»
Φαίνονται ασυνήθιστα, ασυμβίβαστα ή και αντίθετα όλα αυτά, μα δεν είναι βέβαια. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ πίστευε στον άνθρωπο, στη γη, στην Ελλάδα. Πίστευε στις ρίζες, που αυτές δίνουν χυμούς και τρέφουν -- αυτές στεριώνουν και συγχρόνως λευτερώνουν το δέντρο να πετάξει προς τον ήλιο. Πίστευε στον ήλιο, στην ανάπτυξη και τη χαρά της ζωής. Έλεγε πως βασικό θεμέλιο είναι η βελτίωση των συνθηκών ζωής και η πρόοδος του λαού, «είτε αυτό το επιτυγχάνουμε με τοπικά μέσα –διότι πιστεύω πολύ και στις τοπικές παρεμβάσεις– είτε το επιτυγχάνουμε με γενικά μέσα. Τα άλλα όλα είναι γαρνιτούρες!»19 Πίστευε με πάθος στις βασικές αυτές ιδέες, που ήταν για κείνον ο κρίκος, η δικαίωση και το σημείο αναφοράς. Με γνώμονα την Ιδέα, αναζητούσε τα μέσα σύμφωνα με την Τέχνη του Εφικτού – ακούραστα, αδιάκοπα και χωρίς στεγανά. Δεν τον ένοιαζε αν οι θέσεις που έπαιρνε ξάφνιαζαν καμιά φορά, αν τις ονομάτιζαν οι άλλοι «συντηρητικές» ή «προοδευτικές», «ενδοτικές» ή «εριστικές».
Θυμόταν σαν μεγαλύτερη ικανοποίηση στην πολιτική του σταδιοδρομία τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά υπουργός – στιγμή που συνδέθηκε όμως με μια εκ των υστέρων απογοήτευση: «Ήταν τον Ιανουάριο του 1949, που έγινα υπουργός Εφοδιασμού. Εκείνη τη μέρα νόμισα ότι είχα φθάσει στο απόγειο των φιλοδοξιών μου, διότι είχα πάντοτε την ιδέα ότι μόνο όταν πιάσει κανείς μεγάλη εξουσία στα χέρια μπορεί να πραγματοποιήσει τα σχέδια του. Εκ των υστέρων είδα ότι και υπουργός να είσαι, και ισχυρός υπουργός να είσαι, δεν μπορείς να επηρεάσεις πάρα πολύ – είτε διότι είναι πολλοί άλλοι, είτε διότι τα πράγματα δεν είναι εύκολα…»
Δεν σταμάτησε όμως να αγωνίζεται. Σαράντα χρόνια μετά από αυτή την πρώτη μεγάλη ικανοποίηση-απογοήτευση, έχοντας επιβεβαιώσει ίσως σε κάθε καινούργια θέση εξουσίας την ίδια αυτή αλήθεια, συνέχιζε ακόμα να αγωνίζεται στην πρώτη γραμμή, από τη θέση του υπουργού, του προέδρου, αντιπροέδρου ή απλού βουλευτή. Ίσως να μην μπορείς να επηρεάσεις τα πράγματα στο βαθμό που θα ήθελες, μπορείς όμως πάντα να κάνεις αυτό που περνάει από το χέρι σου, υπηρετώντας πάντα την Τέχνη του Εφικτού.
Και το Μέτσοβο;… Φαίνεται πως στο Μέτσοβο η Τέχνη χαμογελάει πιο γενναιόδωρα σ' όσους αγωνίζονται για κείνη – ίσως γιατί εκεί είναι λιγότεροι οι «άλλοι», ή ίσως γιατί τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά. Στο Μέτσοβο, όπως συχνά έλεγε ο Αβέρωφ, ένιωθε να ξαναγεννιέται και είχε την ευτυχία να δει τα οράματά του να υλοποιούνται και να καρποφορούν. Νομίζω πως κατά κάποιο τρόπο το Μέτσοβο, πέρα από το χωριό των προγόνων του που αγαπούσε με πάθος, αντιπροσώπευε για κείνον και μια μικρογραφία της Ελλάδας, ένα μοντέλο και μια χειροπιαστή απόδειξη ότι μπορεί ένας έρημος τόπος να προκόψει και να αναμορφωθεί.
Και το γράψιμο;… Στο βαθμό που προλάβαινε, το γράψιμο ήταν ένας τρόπος ζωής. Τρόπος σκέψης και έκφρασης. Τρόπος κάθαρσης και δικαίωσης, ξεκούρασης και οραματισμού. Γράφοντας, έβαζε σε τάξη τις σημαντικές εμπειρίες της ζωής του και τις ξαναζούσε, σοφότερος. Γράφοντας, ανεφοδιαζόταν με ενέργεια για να ριχτεί με νέα δύναμη στη δουλειά. Το γράψιμο ήταν επίσης μια άλλη μορφή του αγώνα: ένας άλλος τρόπος να πείσει, να νουθετήσει, να ενημερώσει, να μεταδώσει το όραμα στις επόμενες γενιές.
«Αυτά τα δυο βιβλία είναι ικανά να διαπλάσουν το ήθος των ελληνόπουλων και ν' αντιμετωπίσουν την πιο αυστηρή λογοτεχνική κριτική», γράφει ο Παντελής Πρεβελάκης σε ιδιόχειρη επιστολή του στον Αβέρωφ, το 1978. «Συνάμα, η στρατευμένη αγάπη σας για το γενέθλιο τόπο είναι μεταδοτική: Θα 'θελε κανείς να μην έχει υστερήσει στο πρωταρχικό αυτό χρέος». Και συμπληρώνει: «Αν ο καθένας μας είχε κάμει κατόρθωμα σαν το δικό σας, ο τόπος μας θα ήταν ένας Παράδεισος, σκεπασμένος από δάση και στολισμένος από μοναστήρια κι εκκλησιές».