Ο κύριος υπουργός μπήκε στο lobby του ξενοδοχείου «Ευρώπη» στις τέσσερις το απόγευμα ακριβώς. Ινκόγκνιτο, άρα και μόνος. Ούτε ασφάλεια, ούτε σοφέρ, ούτε οι συνήθεις δημοσιογράφοι, ψηφοφόροι και λοιποί κολαούζοι. Ένας μικρός άθλος να τους ξεφορτωθεί – ο κύριος υπουργός χαμογελούσε ικανοποιημένος. Ένιωθε άξιος, δαιμόνιος, θεληματικός, αν και κάπως γυμνός ξαφνικά χωρίς συνοδεία.
Ο νεαρός που μισοκοιμόταν πίσω απ’ τον πάγκο της ρεσεψιόν του πέταξε ένα βαριεστημένο «ορίστε παρακαλώ;» χωρίς προφανώς να τον αναγνωρίσει. Λαμπρά! Η μυστικότητα είναι το παν σ’ αυτές τις λεπτές αποστολές. Άλλωστε μπήκε έτσι αθόρυβα και ταπεινά… και πού να ξέρει από «επώνυμους» ο κάθε χωριατόφατσας (ή μήπως αλλοδαπός;) που δουλεύει σ’ ένα τέτοιο ξενοδοχείο, σε μια τέτοια γειτονιά της Αθήνας; Ευτυχώς, ευτυχώς! Πρώτος στόχος επιτυχής – ο κύριος υπουργός συγχάρηκε τον εαυτό του, αν και λιγάκι πειράχτηκε κατά βάθος, είναι αλήθεια.
Με περίσσια ευγένεια και λεξιλόγιο απλό, ο υπουργός εξήγησε στον νεαρό τον δεύτερο στόχο της αποστολής του: Ότι επιθυμούσε, δηλαδή, να επισκεφθεί ένα δωμάτιο στον τρίτο όροφο, ένα ακριανό δωμάτιο τον παρακαλεί, το νούμερο 31 συγκεκριμένα.
«Βρε μανία», ξεσπάει ο νεαρός σε άπταιστα ελληνικά και πιάνει ένα μουρμουρητό, ακατάληπτο πλην οργισμένο, πως για δες ο κοστουμάκιας και δεν τον έκοβε για τέτοιον και, αμάν πια, όλα στη βάρδια του θα τυχαίνουν, και ρε γαμώ το μπελά του μ΄αυτούς τους βιτσιόζους που είχε μπλέξει.
Τα ‘χασε ο υπουργός, παραλίγο να προδοθεί μάλιστα με τα «ξέρεις ποιος είμαι Εγώ...» και τ’ άλλα περήφανα που ξεπηδάνε αυθόρμητα σε τέτοιες περιστάσεις, αλλά χαμπάρι ευτυχώς ο νεαρός, μουρμούριζε ακόμα τσαντισμένος πως τον τελευταίο καιρό τον είχαν πρήξει με το δωμάτιο 31, ένα σωρό αργόσχολοι που δηλώναν συγγραφείς, τάχα ότι γράφουν κάποιο διήγημα για κάποιο περιοδικό, να δεις πώς το λέγανε, μπα, όχι «Κλικ» ή «Ciao» ή κάτι σοβαρό τέλος πάντων, μπορεί και ανύπαρκτο να ‘ταν, ναι, διόλου απίθανο να τον παραμυθιάζαν.
Γέλασε καλοπροαίρετα ο κύριος υπουργός, στο στοιχείο του τώρα: «Μη σε νοιάζει νεαρέ μου», καθησυχάζει τον άξιο μεροκαματιάρη, «ούτε αργόσχολος είμαι, ούτε συγγραφέας, ούτε θέλω να σε κουράσω. Με το αζημίωτο βέβαια…», ανεμίζοντας ένα χαρτονόμισμα στα μούτρα του παλικαριού, «θέλω μόνο να δω το δωμάτιο 31, γιατί κάποτε σ’ αυτό, πολύ παλιά… πολύ πριν γεννηθείς εσύ, παιδί μου...”»
...
Έβλεπε ένα όνειρο τον τελευταίο καιρό, κάθε νύχτα η ίδια αγωνία. Ένα κτίριο παμπάλαιο, σκοτεινό, με μια θεόρατη ξύλινη σκάλα να δεσπόζει στο χωλ, που του φράζει το κάθε του βήμα. Δωμάτια τριγύρω δεν υπάρχουν, ούτε διάδρομοι ή γωνίτσες να χωθεί, μόνο τοίχοι ψηλοί που τον πιέζουν, και η σκάλα μπροστά του τον προσκαλεί. Άλλη λύση δεν έχει, πρέπει ν’ ανέβει. Τα σκαλοπάτια είναι ψηλότερα απ’ το μπόι του, πηδάει, γραπώνεται, το κορμί του όλο μια κράμπα, οι σανίδες του γδέρνουν τα μπούτια, οι αγκίδες μπαίνουν στα νύχια του, αγκομαχάει, πεθαίνει, σκαρφαλώνει… αλλά τα σκαλοπάτια δε λιγοστεύουν.
...
Ο κύριος υπουργός, αφού ξεφορτώθηκε επιτέλους τον ενοχλητικό νεαρό που επέμεινε να τον συνοδεύσει μέχρι την πόρτα, χώθηκε βιαστικά στο δωμάτιο 31 και κάθισε στο θεόρατο στρογγυλό κρεβάτι. Ήθελε να σκεφτεί. Τι διάολο τον είχε πιάσει; Ήταν λογικά πράγματα αυτά; Στην ηλικία του; Στη θέση του; Με τόσα αξιώματα, τόσες εξουσίες; Ένας Γολγοθάς η ζωή του, από πού ξεκίνησε και πού έφτασε… Και τώρα, ολόκληρος υπουργός, να συμπεριφέρεται λες κι είναι ο τελευταίος φουκαράς που πάει να ξενογαμήσει τρέμοντας μην τον ανακαλύψουν; Και να πεις πως θα παρανομούσε στ’ αλήθεια, χαλάλι. Να πεις πως θα ‘βγαζε τα μάτια του με καμιά δίμετρη αλλοδαπή απ’ αυτές που σου κάνουν όλα τα χατίρια, διπλά χαλάλι. Αλλά, μπα, μόνο ανηφόρες έχει η ζωή για τους «επώνυμους», και δη πολιτικούς πρωτοκλασάτους.
Ο κύριος υπουργός ξάπλωσε πίσω στο ολοστρόγγυλο κρεβάτι και κοίταξε το ταβάνι. Μια επικίνδυνη διάθεση αυτολύπησης τον τριγύριζε. Πόσος δρόμος, αλήθεια. Πόσες μνήμες θαμμένες. Πόσες θυσίες γι’ αυτό το ίματζ. Και να σκεφτείς πως όλα ξεκίνησαν την περασμένη βδομάδα μ’ αυτή την επίσκεψη στο Κέντρο Αστέγων – τι καλύτερο για το ίματζ ενός σπλαχνικού πολιτικού που δεν ξεχνάει πως είναι Άνθρωπος πάνω απ’ όλα; Και εκεί, δίπλα ακριβώς στο Κέντρο, μια τυχαία ματιά απ’ το παράθυρο της λιμουζίνας και, να, το παμπάλαιο κτίριο με τη θεόρατη ξύλινη σκάλα που έβλεπε στα όνειρά του. Τι σοκ όταν το αναγνώρισε. «Hotel Europe» έγραφε απέξω. «Ξενοδοχείο Ευρώπη» λεγόταν παλιά, θυμήθηκε ξαφνικά. Και τότε, αμυδρά στην αρχή, σαν σε ομίχλη, άρχισαν να προβάλλουν οι εικόνες, που τώρα ξεχύνονταν μονομιάς στο ταβάνι του δωματίου 31…
...
Τα βράδια, του έστρωναν να κοιμηθεί σ’ ένα μικρό ντιβάνι, στριμωγμένο εκεί δα στη γωνία, πλάι στο λαβομάνο. Ο τοίχος είχε πετάξει μια πρασινωπή φουσκάλα μπογιάς στο ύψος των ματιών του, που την ξελέπιαζε με μανία κάθε βράδυ, ενώ καμωνόταν πως κοιμάται. Σε μεγαλύτερο ράντζο ξάπλωνε ο πατέρας, φρακαρισμένο αυτό πάνω στην πόρτα, που έτσι δεν μπορούσες να την ανοίξεις για να πας προς νερού σου τη νύχτα. Το πρωί έτρεχε βολίδα να ξαλαφρώσει, ύστερα έπαιρνε τους δρόμους. Να ξεφύγει ήθελε απ’ τα βογκητά και την οσμή της αρρώστιας. Ο πατέρας δεν άφηνε το πλευρό της μάνας. Κοτζάμ ταξίδι, έλεγε, τόσα έξοδα κάναμε να έρθουμε απ’ το χωριό να τη δούμε, πώς να την αφήσω; μπορεί στο επόμενο ταξίδι μας, γιε μου.... Δεν τέλειωνε τη φράση ο πατέρας αλλά καταλάβαινε ο μικρός, φως φανάρι, ότι θα ‘πρεπε να ντρέπεται του έλεγε, ότι τι γιος είναι αυτός που δε συναισθάνεται, δε συμμετέχει στον πόνο της μάνας που φεύγει...
...
Πρέπει να ήταν ώρες αργότερα όταν πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του ο κύριος υπουργός, ανανεωμένος και ξεκούραστος σαν πουλάκι. Όλα καλά λοιπόν. Άδικα είχε θορυβηθεί πως οι εφιάλτες των τελευταίων μηνών ίσως προμήνυαν ότι πλησίαζε η ώρα να πληρώσει για τ’ αμαρτήματά του. Τι ανόητος! Ήταν αμάρτημα δηλαδή που έχτισε ένα παρελθόν πιο ταιριαστό στο ίματζ της τωρινής ζωής του; Αντιθέτως. Χρέος του κάθε σύγχρονου πολιτικού να παρεμβαίνει δημιουργικά στην πεζότητα της καταγωγής του. Ορφανός από μάνα, μάλιστα, που έφυγε πρόωρα και τραγικά, βεβαίως, αλλά τι να εξηγεί για ασθένειες που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί – ότι χάθηκε από αμορφωσιά δηλαδή, και όχι φωνάζοντας «ζήτω η ελευθερία» μπροστά στη δύναμη των όπλων; Όσο για τον πατέρα, ναι μεν αγράμματος, ναι μεν από χωριό, αλλά έκανε και Μακρόνησο, ας τονιστεί – τι σημασία που ήταν άσχετος ο χριστιανός, απλώς έτυχε να υπηρετεί τη θητεία του εκεί πέρα; Είναι πολλαπλές πάντα οι εκδοχές μιας αλήθειας. Χρέος εξάλλου του κάθε πολιτικού να φροντίσει πρώτα απ’ όλα να εκλεγεί ο ίδιος. Πώς αλλιώς θα προσφέρει; Ναι, ναι, μια χαρά τα πήγε στη ζωή του. Όλα καλώς καμωμένα. Μια χαρά και τώρα στο ξενοδοχείο «Ευρώπη», μια χαρά που τόλμησε και βρίσκεται εδώ, στο δωμάτιο όπου έσβησε ηρωικά η αγία αυτή… Α, ναι, τα ταξιδάκια στα απωθημένα μιας προηγούμενης ζωής έχουν ευεργετικότατη επίδραση στην υγεία. Ίσως ξανάρθει καμιά φορά. Ίσως το καθιερώσει τακτικά, κάτι σαν τάμα ή κούρα εξαγνισμού – ίσως και με καμιά δίμετρη θεά για παρέα, γιατί όχι; Ο κύριος υπουργός χαμογέλασε στον εαυτό του ικανοποιημένος. Και ολόγυρά του, για δες, χαμογελούσαν τα πολλαπλά είδωλα στους καθρέφτες – οι πολλαπλές εκδοχές του εαυτού του – στους τοίχους, στις πόρτες, στο ταβάνι, παντού οι καθρέφτες του χαμογελούσαν, για δες, ακόμα και σ’ εκείνη τη γωνίτσα εκεί δα, πλάι στο λαβομάνο.