Τατιάνα Αβέρωφ
εργογραφία » Άλλα Κείμενα » Ο Γεώργιος Αβέρωφ και το “Νενικήκαμεν” των Μεγάλων Αγώνων
Ο Γεώργιος Αβέρωφ και το “Νενικήκαμεν” των Μεγάλων Αγώνων
DESMOS

no 17, 2004

Αφιέρωμα: Athenes 1896-2004

Georgios Averoff et le "Nous avons gagné" des Grands Combats

(Ο Γεώργιος Αβέρωφ και το “Νενικήκαμεν” των Μεγάλων Αγώνων)

Τατιάνα Αβέρωφ

     Λένε, πως όταν οι εκπρόσωποι της Ολυμπιακής Επιτροπής επισκέφθηκαν τον Γεώργιο Αβέρωφ στην Αλεξάνδρεια, για να του ζητήσουν να συμβάλει στην αναμαρμάρωση του Σταδίου --εν όψει της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896--, εκείνος τους κέρασε πρώτα εκλεκτά ντόπια τσιγάρα και περίμενε σιωπηλός όσο έβγαζαν τα σπίρτα τους απ’ τις τσέπες και άναβαν τα τσιγάρα τους. Ύστερα, πήρε με τη μασιά ένα κάρβουνο απ’ το τζάκι και άναψε το δικό του. «Γιατί να ξοδεύομε σπίρτα, αφού η φωτιά είναι αναμμένη;» παρατήρησε δηκτικά. Και πρόσθεσε πως αν επικρατούσε παρόμοιο πνεύμα σπατάλης στα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων, οι δωρεές δε θα έφταναν για να ολοκληρωθεί ούτε το πρώτο διάζωμα του Σταδίου.
     Τα μέλη της επιτροπής θα πίστεψαν δίχως άλλο πως είχαν αποτύχει στην αποστολή τους ν’ αποσπάσουν χρήματα απ’ τον ευεργέτη. Γιατί ήταν αλήθεια πως, παρά τα μυθικά ποσά που διέθετε απλόχερα σε πλείστους σκοπούς, ο Γεώργιος Αβέρωφ ήταν γνωστός επίσης για τη σφιχτότητά του και τον σκληρό τρόπο με τον οποίο απέπεμπε πολλούς απ’ αυτούς που του ζητούσαν λεφτά. «Δε σου δίνω, για να μη σε κάνω τεμπέλη», είχε ακουστεί να λέει. Ή, κοφτά: «πήγαινε να δουλέψεις!». Εξίσου κοφτά είναι γνωστό ότι αρνήθηκε να συνεισφέρει στον έρανο για το θωρηκτό που θα δώριζαν οι απόδημοι στην ελληνική κυβέρνηση το 1896. «Δε δίνω λεφτά για πολέμους και πολεμικά», φέρεται ν’ απάντησε τότε. «Αν θέλετε για σχολεία, τότε να σας δώσω. Προτού φτιάξουμε στρατιώτες, χρειαζόμαστε δασκάλους και παπάδες». Και όμως το ίδιο βράδυ παρέδιδε κρυφά ένα μεγάλο ποσό για τους σκοπούς του εθνικού αγώνα -- υπό τον όρο να μη μαθευτεί η προσφορά του, και κακοπάθουν οι δικοί του στο τουρκοκρατούμενο ακόμα Μέτσοβο της Ηπείρου.
     Ο Γεώργιος Αβέρωφ δεν επέλεγε τυχαία τους σκοπούς που ανελάμβανε να υποστηρίξει. Οι δωρεές του εντάσσονταν σ’ έναν ευρύτερο πλαίσιο και σχεδιασμό, υπαγορεύονταν από ένα όραμα που είχε ως επίκεντρό του την Ελλάδα. Τον κατείχε η ιδέα της Πατρίδας και της ανάστασης του Έθνους: πάνω απ’ όλα νοιαζόταν για την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών (ανάμεσά τους και η γενέτειρά του στην Ήπειρο) και για την ανάπτυξη του φτωχού νεοσύστατου κράτους που πάλευε ακόμα να ορθοποδήσει. «Ήταν ένας ασκητής, ένας σεμνός άνθρωπος», γράφει γι’ αυτόν ο Στρατής Τσίρκας. «Όπως άλλοι "νυμφεύονται την Εκκλησίαν", εκείνος είχε δοθεί στην Ελλάδα».
     Με κύριο άξονα των ευεργεσιών του το τρίπτυχο Μέτσοβο-Αλεξάνδρεια-Αθήνα, ο Γεώργιος Αβέρωφ υποστήριζε γενναιόδωρα ό,τι είχε σχέση με την παιδεία, τη θρησκεία, τη γλώσσα, τις τέχνες και τον πολιτισμό, θεωρώντας πως αυτοί ήταν οι βασικοί μοχλοί για την ανόρθωση της πατρίδας. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να χρηματοδοτήσει και άλλα έργα σε πάμπολλους τομείς, όπως η υγεία, η γεωργία, το εμπόριο, η άμυνα και η ασφάλεια, ακόμα και ν’ αναλάβει την εξόφληση του χρέους της Ελλάδας, όταν απειλείτο η χώρα με πτώχευση, το 1893, προσφέροντας στην κυβέρνηση 70.000 λίρες Αγγλίας -- αν και φανατικά αντίθετος ο ίδιος με την πολιτική του πρωθυπουργού Τρικούπη. «Τα έδωσα στο Έθνος μου», φέρεται να απάντησε τότε σε κάποιον επικριτή του. «Ό,τι έχω και δεν έχω ανήκει στην πατρίδα. Ο πολίτης που θεωρεί τον εαυτό του ξέχωρο από το κράτος δεν είναι πολίτης (…) μοιάζει με σώμα χωρίς ψυχή».
     Σ’ ένα τέτοιο όραμα, η ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων βρήκε αμέσως τη θέση της. Ο Αβέρωφ συνέλαβε ολοκάθαρα την αξία της άμιλλας, της σωματικής αλκής, του «νους υγιής εν σώματι υγιή», της αλκής του πνεύματος και του ήθους, της δαφνοσκέπαστης νίκης του αρίστου -- στον αγώνα ενός λαού ν’ αναδείξει το υπέρτατο των δυνάμεών του. Διέβλεψε αμέσως το μεγαλείο και το συμβολισμό ενός έργου που θα επανέφερε τη λευκότητα νέων μαρμάρων στα ξεθωριασμένα απομεινάρια μιας ένδοξης εποχής. Ενδεικτικό είναι το γράμμα που θα έγραφε λίγο καιρό αργότερα στον Έλληνα ολυμπιονίκη του Μαραθώνιου δρόμου, Σπύρο Λούη, στο οποίο καταλήγει: «Εύχομαι ολοψύχως το τηλεγραφικόν κείμενον "Νενικήκαμεν" που μου μετεδόθη, να γίνη νυν προάγγελος καλών οιωνών δια τον Μαραθώνιον της πατρίδος μας, η οποία νικήτρια μετά τον αγώνα να εκπληρώση τα εθνικά της όνειρα».
     Έτσι λοιπόν δεν είναι περίεργο, όσο κι αν ίσως ξαφνιάστηκαν εκείνη τη μέρα τα μέλη της Ολυμπιακής Επιτροπής, που, μετά το λογύδριό του περί σπατάλης, ο Γεώργιος Αβέρωφ δήλωσε ότι δεν ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε έρανο, αλλά ν’ αναλάβει προσωπικά όλο το κόστος για την ανακαίνιση του Σταδίου – κόστος που έφτασε τελικά το ποσόν των 920.000 χρυσών λιρών. Και να που σ’ αυτό το Στάδιο σήμερα, δίπλα ακριβώς απ’ την προτομή του ευεργέτη, καίει και πάλι η Ολυμπιακή Φλόγα που θα διαδώσει την αρχαία Ιδέα στις πέντε ηπείρους και θα φωτίσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 2004.
     Άλλοι καιροί, άλλοι τόποι, αυτοί που γέννησαν τους μεγάλους ευεργέτες…
     Ο νεαρός Γεώργιος Αβέρωφ, γιος μεγαλοκτηνοτρόφων απ’ το Μέτσοβο της Ηπείρου, έφυγε απ’ το σκλαβωμένο χωριό του σε ηλικία 18 χρονών και δε γύρισε ποτέ. Άφησε πίσω του τόπο άγονο και σκληρό, τόπο ορεινό και δύσβατο, τυραννισμένο από ακραίους χειμώνες, απ’ τον κίνδυνο των Τούρκων και των ληστών, την απομόνωση και τη φτώχεια. Απ’ το ίδιο χωριό κατάγονταν κι άλλοι εθνικοί ευεργέτες, οι Τοσιτσαίοι, οι Στουρναραίοι, ενώ στα αρχεία του Μετσόβου είναι καταγραμμένα πάνω από εκατό ονόματα ανθρώπων που, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο ανάλογα με τις δυνάμεις του, βοήθησαν τον τόπο τους. Αλλά και η ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου αναφέρεται συχνά ως «η Ήπειρος των ευεργετών», ακριβώς γιατί είναι ο τόπος καταγωγής των περισσότερων μεγάλων ευεργετών της χώρας.
     Άλλοι τόποι, αυτοί που γέννησαν τους μεγάλους ευεργέτες, άλλοι καιροί…
     Έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια απ’ την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και την οργάνωση της πρώτης Ολυμπιάδας στην Αθήνα το 1896. Πάνω από εκατό χρόνια απ’ το θάνατο του Γεωργίου Αβέρωφ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, το 1899.
     Για την Ελλάδα ήταν χρόνια δημιουργίας, που την οδήγησαν σε μια ευημερία κι ένα επίπεδο ζωής αδιανόητα για εκείνες τις εποχές. Σήμερα η Ελλάδα είναι μια χώρα ευρωπαϊκή, που απολαμβάνει ως αυτονόητα αγαθά τη δημοκρατία και την εθνική ανεξαρτησία, ενώ συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο προηγμένες χώρες του πλανήτη.
     Τηρουμένων των αναλογιών, και η φτωχή γενέτειρα του Γεωργίου Αβέρωφ, το Μέτσοβο, ελάχιστα θυμίζει τον τόπο που άφησε πίσω του ο νεαρός τσομπάνος για να γυρέψει μια καλύτερη μοίρα.
     Γενιές ολόκληρες ευεργετών, ανθρώπων που νοιάστηκαν για την πατρίδα τους, μην μπορώντας κι αυτοί να ξεχωρίσουν την ατομική τους ευδαιμονία απ’ το καλό του συνόλου, βοήθησαν όλα αυτά τα χρόνια ώστε το Μέτσοβο να είναι σήμερα ένα πρότυπο ελληνικής επαρχίας, που έχει κερδίσει τη μάχη των λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στη διατήρηση της παράδοσης και στην οικονομική ανάπτυξη. Ίσως ο σημαντικότερος απ’ όσους συνέχισαν την παράδοση των ευεργετών, ίσως αυτός στου οποίου το έργο οφείλεται κατά κύριο λόγο η σημερινή εικόνα ανάπτυξης και ευημερίας του Μετσόβου, είναι ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας -- πολιτικός, συγγραφέας και μακρινός απόγονος του Γεωργίου.
     Είναι συναρπαστική, σαν παραμύθι, η νεότερη ιστορία του Μετσόβου. Αλλά δεν είναι ο χώρος να την αφηγηθούμε εδώ. Φτάνει να πούμε ότι -- όπως στα παραμύθια-- το φτωχό και καταφρονεμένο χωριό, που, σύμφωνα με μια έκθεση εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ μετά τον πόλεμο, κρίθηκε ως «μη βιώσιμο» και οι κάτοικοί του προτάθηκε να μεταφερθούν αλλού, κατάφερε τελικά, με την επιμονή, το πάθος και το όραμα ενός ανθρώπου, να μεταμορφωθεί σιγά σιγά σε μια ζωντανή κωμόπολη 3.500 κατοίκων με σπάνια αξιοθέατα και ομορφιές. Σήμερα, οι φυσικές ομορφιές του τοπίου, η ατέλειωτη σειρά των βουνοκορφών, τα δάση από πεύκα, έλατα και οξιές, δένουν αρμονικά με τα έργα των ανθρώπων -- τις αναστηλώσεις εκκλησιών και μοναστηριών, τα σπίτια από πέτρα και ξύλο, τα ανηφορικά καλντερίμια, το ανακαινισμένο αρχοντικό Τοσίτσα που στεγάζει σήμερα ένα μουσείο λαϊκής τέχνης με σπάνια εκθέματα και μοναδική ατμόσφαιρα. Οι εκτεταμένες αναδασώσεις και τα αντιδιαβρωτικά έργα κράτησαν το Μέτσοβο σκαρφαλωμένο πάντα στα 1200 μέτρα στην απόκρημνη πλαγιά της Πίνδου, βάζοντας τέλος στη σιγανή κατολίσθηση του χωριού που είχε ήδη φέρει πολλές καταστροφές. Έγιναν ακόμα έργα υποδομής που κράτησαν ζωντανές τις παραδοσιακές εργασίες και άνοιξαν καινούργιες δουλειές για τον κόσμο. Άνθισαν και πάλι οι ντόπιες βιοτεχνίες τυροκομίας, ξυλουργίας, κυψελοποιίας και βαρελοποιίας, αναβίωσε η λαϊκή τέχνη με τα πολύχρωμα υφαντά και τα περίτεχνα ξυλόγλυπτα είδη, ξαναφυτεύτηκαν εγκαταλειμμένα αμπέλια και δημιουργήθηκαν τα ονομαστά κρασιά Μετσόβου. Σχολεία, παιδικοί σταθμοί, κέντρα υγείας, βιβλιοθήκες, μουσεία, συνεδριακοί χώροι, πάρκα, οικολογικές διαδρομές και ένα απ’ τα πρώτα χιονοδρομικά κέντρα της Ελλάδας, βοήθησαν ώστε το Μέτσοβο να είναι σήμερα μια απ’ τις λίγες ελληνικές επαρχίες με μηδενική μετανάστευση, και συγχρόνως πόλος έλξης για επισκέπτες απ’ όλη τη χώρα.
     Αξίζει εδώ να σταθούμε λίγο παραπάνω στην Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ -- ένα μουσείο νεοελληνικής τέχνης, που απευθύνεται δυναμικά όχι μόνο στο τοπικό κοινό αλλά και μια ευρύτερη παρουσία στα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας. Βασικός πυρήνας της Πινακοθήκης είναι η μόνιμη και οι εναλλασσόμενες εκθέσεις με τα έργα της συλλογής -- που σήμερα αριθμεί τα πεντακόσια περίπου λάδια, σχέδια, χαρακτικά και γλυπτά Ελλήνων καλλιτεχνών του 19ου και 20ού αιώνα, και θεωρείται μια απ’ τις πληρέστερες αυτής της περιόδου. Στόχος της μόνιμης έκθεσης είναι να δώσει στον επισκέπτη την ευκαιρία να γνωρίσει τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς των τελευταίων αιώνων και να έρθει σε επαφή με τα κυριότερα ρεύματα της νεότερης ελληνικής ζωγραφικής. Παράλληλα με τη μόνιμη έκθεση, οργανώνονται περιοδικές εκθέσεις με έργα από άλλα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, όπου εδώ στόχος είναι να δοθούν καινούργια ερεθίσματα και να μελετηθεί σε μεγαλύτερο βάθος ή έκταση ένας ειδικότερος τομέας της τέχνης. Οι εκθέσεις αυτές, θεματικές, αναδρομικές, ομαδικές ή άλλες, συνδυάζονται συνήθως με μια σειρά άλλων εκδηλώσεων -- συνέδρια, συμπόσια, εκπαιδευτικά προγράμματα, εικαστικά εργαστήρια, ξεναγήσεις ή φιλοξενίες καλλιτεχνών. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στον εκπαιδευτικό ρόλο του μουσείου και στην προσπάθεια να εμπλακούν κυρίως τα παιδιά της περιοχής, οι γονείς και οι δάσκαλοι. Μ’ αυτό το σκεπτικό, οργανώνονται εκπαιδευτικά προγράμματα, ημερίδες και συναντήσεις με τους εκπαιδευτικούς της περιοχής, ενώ από το 1995 δημιουργήθηκε το Εικαστικό Εργαστήρι του μουσείου, που λειτουργεί σε οργανωμένους κύκλους μαθημάτων, δωρεάν, για τα παιδιά της περιοχής. Σημαντική είναι επίσης η εκδοτική δραστηριότητα της Πινακοθήκης.
     Η Πινακοθήκη Αβέρωφ ήταν το τελευταίο δημιούργημα του Ευάγγελου Αβέρωφ στο Μέτσοβο. Εγκαινιάστηκε από τον ίδιο το 1988 και λειτουργεί από τότε καθημερινά (πλην Τρίτης) σ’ ένα σύγχρονο τριώροφο κτίριο, μισοκρυμμένο πίσω από το λόφο στην πλατεία του Μετσόβου. Το κτίριο ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της περιοχής, αλλά δε φαίνεται από πουθενά ολόκληρο, γιατί είναι κτισμένο στην κατηφόρα. Ένα παιχνίδισμα από στέγες με γκρίζους σχιστόλιθους, μια ματιά από πέτρα και ξύλο, μια θέα μαγευτική στις απέναντι κορυφές της Πίνδου, αυτά είναι τα μόνα που σε προδιαθέτουν για το χώρο τέχνης που πρόκειται ν’ ανακαλύψεις -- τα ίδια αυτά στοιχεία που σε παραπέμπουν, χωρίς να το ξέρεις, στο βάθος της ιστορίας. Γιατί η Πινακοθήκη Αβέρωφ στέκεται σήμερα στο σημείο ακριβώς όπου πριν από τριακόσια χρόνια βρισκόταν το παλιό σαμαράδικο των πρώτων Αβερωφαίων που εγκαταστάθηκαν στο Μέτσοβο γύρω στα 1700 -- των μακρινών προγόνων του Γεωργίου Αβέρωφ.
     Πολύ μακριά, είναι αλήθεια…
     Πολύς δρόμος, πολύς χρόνος. Έχεις την αίσθηση πως κάποιος κύκλος ολοκληρώθηκε, πως κάποιος καινούργιος πρέπει ν’ ανοίξει.
     Μες στη πολύβουη τρεχάλα της καθημερινότητάς μας, η επιστροφή των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα μας προκαλεί μια μικρή ταραχή, μια αναπάντεχη ανάπαυλα στην ξέφρενη επανάληψη δοκιμασμένων συνταγών προς την πρόοδο, προς την Ευρώπη και τον κόσμο. Θαρρείς και εμείς οι Έλληνες πολίτες του κόσμου, κολυμπώντας αμέριμνοι με αυτόματες απλωτές στα ποτάμια αδρεναλίνης που συντηρούν τα απίστευτα επιτεύγματά μας, νιώσαμε ξαφνικά ένα τσίγκλισμα, ένα αγκάθι να μισοτρυπάει το δέρμα. Κάτι σαν ξεχασμένη υπερηφάνεια. Μια ξεχασμένη ταυτότητα ίσως, μια αίσθηση επαφής με τους προγόνους. Κάτι σαν αγωνία για μια εθνική υπόθεση που είναι και ατομική υπόθεση όλων.
     Και σαν να ελευθερώνεται μια ανάσα συλλογική, μια ευχή απ’ τα κόκαλά μας βγαλμένη:
     Είθε κι εμείς, την επαύριο των αγώνων, να αναφωνήσουμε «Νενικήκαμεν» για την Ολυμπιάδα του 2004.
     Είθε στην Αθήνα να λάμψει ξανά το αρχαίο πνεύμα αθάνατο, στεφανωμένο όπως του πρέπει με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές της συσσωρευμένης γνώσης.
     Είθε η Ολυμπιάδα ν’ αφυπνίσει στο πέρασμά του για μας τους Έλληνες κάτι από εκείνες τις εποχές, όπου οι μεγάλοι αγώνες γεννούσαν τους μεγάλους άντρες, και την πίστη στη δημιουργία.
     Και είθε το «Νενικήκαμεν» αυτό να είναι στ’ αλήθεια προάγγελος καλών οιωνών για τον Μαραθώνιο της χώρας μας αλλά και της παγκόσμιας πατρίδας.