Τατιάνα Αβέρωφ
εργογραφία » Άλλα Κείμενα » Μέτσοβο-sur-Εγνατία
Μέτσοβο-sur-Εγνατία: Με γνήσιο νεοσεβασμό
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ειδικό ένθετο, 11 Δεκεμβρίου 2005

Αφιέρωμα: 18 στάσεις στην Εγναντία Οδό: 29 πνευματικοί δημιουργοί γράφουν για τις πόλεις πάνω στην Εγναντία

Μέτσοβο-sur-Εγνατία: Με γνήσιο νεοσεβασμό

Τατιάνα Αβέρωφ

     Ήχοι και εικόνες, η μυρουδιά του ξύλου και των ζώων, ζεστά χαμόγελα, τραχιές φωνές, αλλιώτικη η μουσική της βλάχικης γλώσσας, μια γνησιότητα. Κυρίαρχη η αίσθηση του βάθους -- του κενού που σε χωρίζει απ’ το απέναντι βουνό, που μοιάζει δίπλα και όμως είναι τρεις ώρες μακριά. Σκιές και ανταύγειες φιλτράρουν την ατμόσφαιρα, γεμίζουν το κενό και μεσολαβούν ανάμεσα σε σένα και στον έξω κόσμο. Μια αίσθηση μαγείας και απορίας μαζί. Εσύ και ο έξω κόσμος. Είναι εύκολο εδώ ν΄ακούσεις τη μοναξιά. Να σταθείς απόμερα για μια στιγμή και ν’ ατενίσεις ολόγυρά σου τα βουνά, κάθε κορφή και χάδι, η αύρα που αναδεύει τ’ αγριοράδικα, τα χαμόμηλα και τις βατομουριές ή παίζει με τα κουδουνάκια των προβάτων της αντιπέρα ράχης. Εκεί έξω, ο έξω κόσμος, ξέχωρος και αυτάρκης. Κι εσύ τόσο μικρός και τόσο μεγάλος. Θαυμάζεις. Πώς συνυπάρχουν όλα μαζί, ήχος-μυρουδιά-εικόνα, ευδιάκριτα και ζωηρά στο ίδιο αντικείμενο -- στη θεόρατη οξιά ή σ’ ένα κοπάδι γίδια, ή στο λιβάδι που σφύζει από ζωή, ή μια γιαγιά στην εκκλησία--, λες και σ’ αυτή τη φτωχή γωνιά της Ηπείρου βρίσκεται η πηγή όλων των αισθήσεων και της πρωτογενούς εμπειρίας. Κάτι το συμπαγές και ατόφιο. Εσύ και ο έξω κόσμος...
     Ανοίγω τα μάτια μου. Κάτι μου διαφεύγει. Εκείνο το αυτούσιο. Κορνάρουν τ’ αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα ως τη στροφή του χωριού. Αποζητώ τα κουδουνάκια. Γκαρίζουν τα πούλμαν. Σφυρίζουν οι αστυνόμοι. Χάος είναι, θα περάσει. Όλα στα κάρβουνα. Η τσίκνα μού φράζει τα ρουθούνια -- ο καλύτερος κράχτης, λένε, για τους περαστικούς. Πονηρός ο βλάχος, λένε, ρίχνει λίγο λαδάκι στη φωτιά άμα πλησιάσει τουρίστας, να ντουμανιάσει ο τόπος και οι θεοί να ευφρανθούν. Μα κι οι ντόπιοι δεν υστερούν, δεν τους διακρίνεις εξάλλου, εκτός κι αν φορέσουν τη στολή της δουλειάς με γκλίτσα και τσαρούχια. Προόδευσε ο κόσμος. Τέρμα τα σπίτια των προγόνων με τη φθαρμένη πέτρα και τους σκορπιούς να λουφάζουν στην κάθε αρχαία εσοχή. Όλα καινούργια και γυαλιστερά, σε τοπικό χρώμα ευτυχώς, άλλοτε «δήθεν» και άλλοτε με γνήσιο νεοσεβασμό. Τέρμα το ξεχαρβαλιασμένο καφενείο-κουρείο στην πλατεία του χωριού. Τέρμα το σκονισμένο καλντερίμι και η άπλα της ερημιάς. Σφύζει ο κόσμος στα μπαράκια. Σφάζει το κιτς στα πολυμάγαζα λαϊκής τέχνης «τύπου Μετσόβου» από Κίνα ή Αλβανία. Φρακαρισμένα τα σπίτια στα σοκάκια (δεν μένουν μαζί πια οι γενιές), έκλεισαν έξω κάθε ανάσα του βουνού. Εσύ και ο έξω κόσμος… Τέρμα πια κι αυτά. Κάπως αλλιώς συνυπάρχουν τώρα. Κάτι σαν αχταρμάς.
     Αχταρμάς, ταραμάς, λιώμα, πάστα, πουρές...
     Η μνήμη.
     Η μνήμη χρωματίζει τα πάντα, αν το σκεφτείς. Σε κάνει κι υπερβάλλεις, θυμώνεις, συγκρίνεις, νοσταλγείς. Σαν ένα φίλτρο, μεσολαβεί ανάμεσα στις ζωντανές στιγμές και στη συνείδησή τους. Ένας πουρές στον εγκέφαλο. Το απαραίτητο λιπαντικό για ν’ αποκτήσει νόημα η κάθε νέα εμπειρία, αλλά και ενίοτε η μάκα που μπουκώνει τις αισθήσεις και μας χωρίζει απ’ τον έξω κόσμο.
     Κοιτάζω στα μάτια τον επισκέπτη της πρώτης φοράς και διαβάζω στο βλέμμα του την ομορφιά που ακόμα υπάρχει. Είναι ελεύθερος εκείνος να ερωτευθεί το χωριό μου. Αδέσμευτος από μνήμες, αθώος -- ο έρωτάς του με λυτρώνει.
     Ανοιγοκλείνω τα μάτια, διώχνω τον πουρέ. Βλέπω καλύτερα τώρα. Το βουνό είναι πάντα εκεί κι ανασαίνει -- λίγο πιο μακριά μόνο, λίγο σκληρότερα πρέπει να κοπιάσεις για να τ’ ακούσεις. Καλό κι αυτό. Σ’ άλλα χωριά το βουνό απλώθηκε τόσο που η ερημιά του κατάπιε τον άνθρωπο, ή αλλού τα χωριά έγιναν πόλεις, άμορφες, άοσμες και αμνησιακές. Βλέπω μια μάχη εδώ, μια νίκη. Δύσκολο, ίσως μοναδικό επίτευγμα να επιβληθείς στο βουνό χωρίς να το κατατροπώσεις. Μια ατέλειωτη πάλη, εσύ και ο έξω κόσμος. Βλέπω τη μνήμη εδώ, ζωντανή. Βλέπω σπίτια, δρομάκια, μουσεία, βλέπω μοναστήρια σινιαρισμένα, πανηγύρια, νταούλια, χορούς, βλέπω τους γέρους στην πλατεία -- όλα νεκρανασταίνονται προτού καλοκρυώσουν οι στάχτες τους και σκορπίσουν στον αέρα. Η μνήμη, τσαλακωμένη ίσως και ξεφτισμένη κατά τι, ξεπουλημένη ίσως στο όνομα της βολής και του ευκαιριακού τουρίστα, όμως υπάρχει. Είναι δικό σου τουλάχιστον εκείνο που ξεπουλάς, έχει μια κάποια αξία.
     Κλείνω τα μάτια σφιχτά. Ως πότε; Μια αγωνία. Πυκνώνουν στα βλέφαρά μου οι σκιές απειλητικές -- ή μήπως είναι αχτίνες του ήλιου; Βλέπω τη συντέλεια του κόσμου. Ορύγματα, το άδυτο, εκβραχισμοί, θρυμματισμοί, κομματιασμένες σάρκες και σωθικά χυμένα μες στη σκόνη, βλέπω να γεννιούνται εν μέσω σκόνης γιγάντια πέδιλα και κολώνες, πλέγματα, σίδερα, τσιμεντοστρώσεις και άλλα άγνωστα ως τώρα υλικά, βλέπω γαλαρίες που διακορεύουν το βουνό, βραχίονες να ενώνονται, κοιλαδογέφυρες να κυριεύουν το κενό, βλέπω τη μέρα που έρχεται -- βλέπω τη Νέα Εγνατία.
     Θα είναι αναμφίβολα μέρα κρίσης και Κρίσης, μέρα χωρίς πλέον επιστροφή. Οι αποστάσεις μικραίνουν. Η ανάπτυξη μας φέρνει όλους πιο κοντά. Τέρμα το δύσβατο πέρασμα του Ζυγού και τα ειδικά προνόμια της Τουρκοκρατίας. Τέρμα ο ζωτικός κόμβος συγκοινωνίας των παλαιότερων εποχών. Τέρμα κι η μέχρι χτες συρροή των ταξιδιωτών για κατούρημα και σουβλάκι, καθ’ οδόν για άλλους σπουδαιότερους προορισμούς. Δε θα υπάρχει πια άλλος λόγος να σταματήσεις στο Μέτσοβο, παρά μόνο για να το επισκεφθείς. Τέρμα στο ξεπούλημα, λέει η Νέα Εγνατία. Εκείνο το αυτούσιο, που μας είχε διαφύγει, πέτρα με πέτρα ας ξαναχτιστεί. Εσύ και ο έξω κόσμος… Καιρός για μια νέα διαλεκτική. Μια νέα ταυτότητα βασισμένη στις στάχτες της μνήμης και της αξίας που ακόμα υπάρχει -- αλλά χωρίς τον πουρέ. Καιρός να ξαναορισθεί εκείνο το συμπαγές και ατόφιο που σε οριοθετεί απ’ τον έξω κόσμο σε τούτη τη νέα παγκοσμιοποιημένη εποχή.
     Και σαν υστερόγραφο η σκέψη, κατάρα και ηλιαχτίδα μαζί: Η Νέα Εγνατία είναι κιόλας παντού!